Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Κλασικά εικονογραφημένα - Catarina Sobral, "Με τον παππού μου"

Ο χρόνος κυλά γρήγορα όταν είμαι με τον παππού μου...

 

Ένα τρίχρωμο παιδικό βιβλίο ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο...
Ένας γλυκός παππούς που θυμίζει κάτι από τον θείο Ιλό του αγαπημένου μας Ζακ Τατί...
Μια σχεδόν βουβή ιστορία όπου το χιούμορ δεν προκύπτει από τους διαλόγους, αλλά τα σχήματα, τα χρώματα, τις φιγούρες...

 













 

























[Εικονογράφηση: Catarina Sobral]

***

H Catarina Sobral γεννήθηκε στην Πορτογαλία και σπούδασε Kαλές Tέχνες. Ασχολείται με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, το κινούμενο σχέδιο και τη γραφιστική. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις εικονογράφησης στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ το  2014 τιμήθηκε με Διεθνές Βραβείο Εικονογράφησης στη Διεθνή Έκθεση Παιδικού Βιβλίου της Μπολόνια για το βιβλίο της "Με τον παππού μου". 


Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Το αγαπημένο ζώο του κυρίου Κόυνερ

 

Το αγαπημένο ζώο του κ. Κ.


Όταν ρώτησαν τον κ. Κ. ποιο ζώο εχτιμάει περισσότερο, εκείνος είπε τον ελέφαντα και αιτιολόγησε την προτίμησή του έτσι: "Ο ελέφαντας ενώνει την πονηριά με τη δύναμη. Ετούτη δεν είναι η κουτοπονηριά που σου φτάνει για να ξεφύγεις από κάποιον που σε καταδιώκει ή για να εξασφαλίσεις το φαγητό σου περνώντας απαρατήρητος, μα είναι η πονηριά που επιστρατεύει η δύναμη για ένα μεγάλο εγχείρημα. Απ' όπου κι αν διαβεί τούτο το ζώο αφήνει πλατιά τ' αχνάρια του. Και είναι καλόκαρδος, σηκώνει χωρατά. Είναι καλός φίλος, όπως είναι και καλός εχθρός. Είναι βαρύ και θεόρατο, κι όμως τρέχει πολύ γρήγορα. Με την προβοσκίδα του μπορεί και τροφοδοτεί ένα τεράστιο κορμί με τις πιο μικρές τροφές, ακόμα και με καρύδια. Κουνάει τ' αυτιά του: ακούει μονάχα ό,τι τον συμφέρει. Φτάνει σε βαθιά γεράματα. Παντού τον αγαπάνε μα και τον φοβούνται. Ένα κάποιο κωμικό στοιχείο του δίνει τη δυνατότητα ακόμη και να τον σέβονται. Το πετσί του είναι σκληρό, σπάει μαχαίρια, μα η ψυχή του ευαίσθητη. Μπορεί και θλίβεται. Μπορεί και θυμώνει. Του αρέσει να χορεύει. Πεθαίνει στην καρδιά της ζούγκλας. Αγαπάει τα παιδιά καθώς και άλλα μικρά ζώα. Είναι γκρίζος και τραβάει την προσοχή μόνο με τον όγκο του. Δεν τρώγεται. Είναι δουλευταράς. Του αρέσει να πίνει και νάρχεται στο κέφι. Κάνει και κάτι για την τέχνη. Προσφέρει το ελεφαντόδοντο". 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες του κ. Κόϋνερ (μτφρ. Πέτρος Μάρκαρης), Θεμέλιο, Αθήνα 1991.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

"Φρύγανα πεσόντα εκ της φυγής ελάφου"


Στη συλλογή "Περιπολών περί πολλών τυρβάζω" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη...

... το περίπτερο πουλά κάθε λογής αναπτήρες. Ο ιδιοκτήτης του έχει διατελέσει "αναπτήρ κυριών" σε νυχτερινά κέντρα. Προτού η κυρία σκεφτεί ότι θέλει να ανάψει τσιγάρο, εκείνος βρίσκεται δίπλα της, κι ανάμεσά τους η φλόγα του ζίπο. Ο Μπέμπης αποστομώνει με το ταξίμι του τον Χιώτη. Δυο φοιτητές μπαρκάρκουν με τον "Θαλάσσιο δαίμονα". Συμπλοκή σε μια βρόμικη ταβέρνα ανάμεσα σε μια παρέα μάγκες και Γύφτους που παίζουνε ζουρνάδες. Ο Σποκ και ο Πλούτο. Αγαπημένα σκυλιά. Μια φλογέρα κατασκευασμένη από την κάνη ενός όπλου. Ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ μετά από χρόνια στις φυλακές βγάζει το ψωμί του φτιάχνοντας κλουβιά. Ένας παπάς γλείφει τη μετάληψη από το δάπεδο της εκκλησίας "σαν ατάιστο σκυλί". Ο γέροντας Συμεών παίζει τις "Γυμνοπαιδιές" του Σατί στη σπηλιά του. Σταχτάρες κοιμούνται εν πτήσει. "Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει". Το λουκούμι του κυρ Σωφρονίου και η συνταγή που δεν κληρονόμησε κανείς. Σαλιγκάρια για πολυτελή εστιατόρια, ζαβογαρίδες και Μαλαματίνα. Βυζαντινές ψαλμωδίες και τζαζ αυτοσχεδιασμοί. 


Στον πιο πρόσφατο "Νοέμβριο"...

... γουρούνια ζευγαρώνουν λίγο πριν από τη σφαγή. Ο δάσκαλος της Β' δημοτικού εμφανίζεται μόνο για να ρωτήσει πώς λέγονται στα αρχαία ελληνικά τα κάστανα. Ένας λατερνατζής παίζει στο ασανσέρ της πολυκατοικίας. Το μνήμα του πατέρα που έχει μπατάρει. Ένας λοχαγός βγάζει όλον τον Εμφύλιο με άδειο πιστόλι. Κοκκάλινες γλώσσες παπουτσιών. Μια λαϊκή τραγουδίστρια αποθέτει στην τουαλέτα της το πλαστικό στήθος. Ο Κοσμάς μετά το θάνατο του σκύλου του βγάζει βόλτα μόνον το λουρί του. Ο Θερμαϊκός ξεβράζει το πτώμα του Τζων Πολκ. Φουστανελάδες, Μακεδονομάχοι και ο Μεγαλέξανδρος στο Γρανικό ποταμό. Το φαρμακείο του Πεντζίκη. Ανοιχτό και εφημερεύον.




Αν ο διηγηματογράφος μεγαλουργούσε σε μία άλλη τέχνη, αυτή θα ήταν σίγουρα το ψηφιδωτό. Ρωμαϊκό ή βυζαντινό. Να αποκαλύπτει έναν πορφυροντυμένο αυτοκράτορα, έναν άγιο ή μια γυμνόπλατη καλλίκομη Νύμφη.

Κάθε διήγημα είναι μια ψηφίδα, ένας στρογγυλός ή τετράγωνος βόλος που προσκολλάται στο κατάλληλα διαμορφωμένο υπόστρωμα, όπου δεν κυριαρχεί το ασβεστοκονίαμα, αλλά το ρεμπέτικο τραγούδι και οι παλιές ταβέρνες, τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα νυχτερινά κέντρα, τα περίπτερα της λεωφόρου και οι δρόμοι της πόλης, οι συγγενείς κι οι δάσκαλοι, οι άγιοι και όσοι διακονούν την αγιοσύνη τους επί γης.

Μεταξύ όλων αυτών, ένας αρμός ρέει και συνέχει το μωσαϊκό. Δεν είναι η πόλη -αν και οι δρόμοι της μνημονεύονται συχνά. Είναι η γλώσσα, τρυφερή στη όψη και αψιά στην αφή. Σαν της γάτας. Ο ρέων αρμός γίνεται αισθητός στον αναγνώστη τόσο από διήγημα σε διήγημα, όσο και στα σωθικά της κάθε ιστορίας, όπου άλλοτε ένα δραματικό απρόοπτο και άλλοτε μια τελική φράση ανανοηματοδοτούν την ανάγνωση που προηγήθηκε και απαιτούν ενός λεπτού σιγή προτού συνεχίσει η διαδικασία.

***


Ο τίτλος της ανάρτησης αποτελεί φράση παρμένη από το διήγημα "Τι είναι το διήγημα".
 
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Χώρες του Ποτέ



Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν
J.M Barrie, Πήτερ Παν 

Όλα τα παιδιά μεγαλώνουν. Και μεγαλωμένα ξεχνούν. Ξεχνούν τις χώρες του Ποτέ που έφτιαξαν όταν ζούσαν περισσότερο με τη φαντασία παρά με οτιδήποτε άλλο. Ασφαλώς, οι χώρες του Ποτέ διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Άλλες έχουν λίμνες και πουλιά φλαμίνγκο να πετούν από πάνω τους, άλλες έχουν πουλιά φλαμίνγκο και λιμνούλες να πετούν από πάνω τους. 

Κάπως έτσι ξεκινά το παραμύθι του Πήτερ Παν, του παιδιού που δε μεγάλωσε ποτέ...

Η Αλίκη έζησε τη δική της χώρα του Ποτέ ακολουθώντας ένα λαγό που έτρεχε. Αναρωτιέμαι σε τι χώρες μπορεί να μας βγάλουν οι άνθρωποι που ακολουθούμε. Εκείνη χώθηκε στο λαγούμι του λαγού και άρχισε να πέφτει σε απύθμενα βάθη. Γύρω της, ντουλαπίτσες και συρταράκια.


Τη φαντάζομαι, μεγαλωμένη, να έχει ξεχάσει τα πάντα από τη χώρα των θαυμάτων, όπως τη στιγμή που ξυπνά και τινάζει τα τραπουλόχαρτα από το καθαρό της φουστάνι. Να κοιτάζει έκθαμβη τα χρωματιστά έργα που αφηγούνται την ιστορία της και να μην της θυμίζουν τίποτα.

Μια φορά, ο Νταλί της ζωγραφικής συνάντησε την Αλίκη του Λιούις Κάρολ. Η Αλίκη ήπιε το ελιξήριο και άρχισε να μικραίνει, έφαγε το γλυκάκι και άρχισε να μεγαλώνει. Μίκραινε και μεγάλωνε γεμάτη απορία για το φυσιολογικό της όνομα, την ταυτότητα, το μέγεθος και το παρελθόν της. Άγαρμπη και σαστισμένη, ανήμπορη να ελέγξει τα μέλη της, δίνει μια στις μπογιές  του ζωγράφου και οι ακουαρέλες γεμίζουν με τα εκτυφλωτικότερα χρώματα. 

Τα δάκρυα του κοριτσιού ποτίζουν το χαρτί. Τα σχήματα λειαίνουν, οι μορφές και τα πρόσωπα χάνουν τα χαρακτηριστικά τους, ξεχύνονται και  νερουλιάζουν. 


Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλα αλλάζουν μορφές και μέγεθος. Η Κάμπια, καταπράσινη και νωχελική, ξεπετάγεται από το χαρτί, καπνίζει το τσιγάρο της και πνίγει την Αλίκη στους καπνούς. 

  «Ποιά είσαι του λόγου σου;» είπε η Κάμπια.
Να μια δυσοίωνη αρχή για συζήτηση. Η Αλίκη αποκρίθηκε, κάπως ντροπαλά, «Ούτε και εγώ ξέρω αυτή τη στιγμή κυρία… Έχοντας αλλάξει τόσα μεγέθη μέσα σε μια μέρα, φυσικό είναι να τα έχω χαμένα».
«Καθόλου», είπε η Κάμπια.
«Ίσως η ίδια να μην το έχετε συνειδητοποιήσει ακόμα», είπε η Αλίκη, «αλλά όταν θα υποχρεωθείτε να μεταμορφωθείτε σε χρυσαλλίδα κι ύστερα από αυτό σε πεταλούδα, θαρρώ τότε πως θα νιώσετε αφύσικα λιγάκι, δε νομίζετε κι εσείς;»
«Ούτε κατ’ ιδέαν», είπε η Κάμπια.
«Ίσως ο τρόπος που εσείς βλέπετε τα πράγματα να είναι διαφορετικός», είπε η Αλίκη, «το μόνο που ξέρω είναι ότι εμένα θα μ’ έκανε να αισθάνομαι εντελώς αφύσικα».
«Εσένα!» είπε η Κάμπια με άκρα περιφρόνηση. «Ποιά είσαι εσύ;» πράγμα που ξανάφερε τη συζήτηση από εκεί που είχε ξεκινήσει.

Λούις Κάρολ, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων



Κάθε πίνακας του Νταλί είναι και μια διαφορετική χώρα του Ποτέ. Τα ρολόγια ποτέ δε λιώνουν, οι δείκτες ποτέ δε λυγίζουν, το τραπέζι ποτέ δε σέρνεται στο πάτωμα σαν τραπεζομάντηλο, οι ελέφαντες ποτέ δεν φορούν ξυλοπόδαρα, οι άνθρωποι ποτέ δεν έχουν τρύπες.  Ο ζωγράφος είναι άλλο ένα παιδί που δεν μεγάλωσε. Ποτέ. 


Στο τσάι πρέπει όλοι να είναι συνεπείς. Ή ώρα είναι έξι ακριβώς. Ο λαγός γιατί βιάζεται; Αφού το ρολόι του δείχνει πάντοτε την ίδια ώρα. Γάτες μιλούν, κάμπιες καπνίζουν, χελώνες παραπονιούνται και γκρινιάζουν, τραπουλόχαρτα υπηρετούν τη βασίλισσα κι εκείνη τους παίρνει τα κεφάλια, αλλά κανένας δεν αποκεφαλίζεται. Ποτέ.

Οι χώρες του Ποτέ μοιάζουν σαν μέλη της ίδιας οικογένειας, κι αν στέκονταν στη σειρά, θα μπορούσες να πεις ότι έχουν την ίδια μύτη. Σ' αυτές τις μαγικές ακτές πάντα τα παιδιά παίζοντας αράζουν στην άμμο τις ελαφριές τους βάρκες. Κι εμείς επίσης ήμασταν εκεί. Μπορούμε ακόμη ν΄ακούσουμε τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στην ακτή, αν και δεν θα προσγειωθούμε εκεί ποτέ πια. 

***

J. M Barrie, Πήτερ Παν (μτφρ. Δέσποινα Δετζώρτζη - Καμπάνη), ΑΓΡΑ, Αθήνα 1987
Lewis Carroll, H Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και μέσα απ' τον καθρέφτη (μτφρ. Παυλίνα Παμπούδη), Printa, Αθήνα 2009

Στην εικονογράφηση έργα του Σαλβαντόρ Νταλί.