Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Η διάρρηξη


Henri Rousseau - 'Carnival evening' (1886)

Πρώτα μπήκα στο μπάνιο. Μέσα στην μπανιέρα βρήκα μια μεγάλη κατσαρίδα. Μου έκανε εντύπωση. Τέσσερα χρόνια σ' αυτό το σπίτι και δεν είχα βρει ποτέ.  Νωρίς δεν είναι για κατσαρίδες; Τις περίμενα κάπως αργότερα, να μαλακώσει ακόμα ο καιρός. Δίπλα της, είδα τον κόκκινο κουβά και τη σφουγγαρίστρα βουτηγμένη μέσα. Μια τεράστια πολυποδιά με μεγάλες κεραίες τσαλαβουτούσε στα σαπουνόνερα. Την άφησα να πνιγεί. Αν προσπαθούσα να τη σκοτώσω, θα με τσίμπαγε. 

Στο σαλόνι η πόρτα ήταν ανοιχτή και τα κλειδιά αφημένα στην κλειδαριά. Αλλά έλειπε το μπρελόκ. Στεναχωρήθηκα κάπως, την αγαπούσα εκείνη τη Γιαπωνέζα. Κατά τα άλλα, όλα στη θέση τους και τακτοποιημένα. Άργησα να καταλάβω πως δεν υπήρχε πουθενά η τηλεόραση. 

Το γραφείο ήταν το μοναδικό ακατάστατο δωμάτιο. Χαρτιά πεταμένα εδώ κι εκεί, μολύβια κάτω, ξυλομπογιές, η ντουλάπα ανοιχτή. Ο υπολογιστής ήταν αναποδογυρισμένος, αλλά δεν τον πήραν. Θα τους φάνηκε παλιός. Τα παντζούρια είχαν κλείσει, αλλά η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και το δωμάτιο δρόσιζε πρωινό αεράκι. Άνοιξα και είδα τα κάγκελα του μπαλκονιού καλυμμένα με τρία σλίπινγκ μπαγκ. Βρήκανε κι εκείνο το παλιό που είχαμε φέρει από την Πολωνία. Εκείνο με τα μοβ και γαλάζια σχέδια που απλώναμε κάτω στις εξοχές. Θα τα άπλωσαν για να φαίνονται όλα φυσιολογικά. Εκτός κι αν κατέβηκαν από το μπαλκόνι στον κήπο και τους χρησίμευσαν αλλιώς. 

Άνοιξα την τσάντα μου. Στο πορτοφόλι είχα ένα εικοσάρικο. Ήταν εκεί. Το κινητό μου το είχαν ανταλλάξει με άλλο μοντέλο, παλιότερο. Ωστόσο μπήκαν στον κόπο να μου βάλουνε την κάρτα σιμ. Το άνοιξα και όλοι μου οι φίλοι ήταν περασμένοι μέσα. Άρχισα να τηλεφωνώ, αλλά κάτι τηλεφωνητές μού μιλούσαν ξένες γλώσσες. 

Σκέφτηκα να το πω στους ιδιοκτήτες. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, πρέπει να προσέχουν. Μου άνοιξε η κυρία Λίτσα. Φορούσε φουστάνι και κόκκινο κραγιόν. Δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Ο κυρ-Γιάννης είχε μόλις επιστρέψει από την Αμερική. Πήρε και γυαλιά ηλίου Ray ban. Είναι πάμφθηνα εκεί τα Ray ban.  Τους είπα για τη διάρρηξη, αλλά δεν μου έδωσαν μεγάλη σημασία. Περίμενα να τρομάξουν περισσότερο. Ο κυρ-Γιάννης, μάλιστα, με ρώτησε αν θέλω να ξαναβάλουμε πετρέλαιο. Του έχω πει χίλιες φορές πως δεν έχω λεφτά για άλλο πετρέλαιο. 

Ξανανέβηκα σπίτι. Άνοιξα με τα κλειδιά, χωρίς τη Γιαπωνέζα. Το τραπεζάκι του τοίχου μού φάνηκε πολύ ομορφότερο χωρίς την τηλεόραση στη ράχη του. 

***

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Η γοητεία του φασισμού

Λένι Ρίφενσταλ: Λάτρης της ομορφιάς ή αποκρουστική προπαγανδίστρια; 


Στο πρώτο από τα δύο της δοκίμια για τη γοητεία του φασισμού η Σούζαν Σόνταγκ ασχολείται με τη Λένι Ρίφενσταλ, εμβληματική μορφή του γερμανικού κινηματογράφου της χιτλερικής περιόδου. Στο λεύκωμα της Ρίφενσταλ "Οι τελευταίοι των Νούμπα", που περιέχει πάνω από εκατό φωτογραφίες των θεόμορφων ιθαγενών της Νουβίας, υπάρχει μια ανυπόγραφη εισαγωγή που ταυτίζει τη σκηνοθέτιδα με

μυθική φιγούρα μιας προπολεμικής κινημοταγραφίστριας μισοξεχασμένης από ένα έθνος που επέλεξε να εξαλείψει από τη μνήμη του μια περίοδο της ιστορίας του. 

Πορφανώς το έθνος αυτό είναι η Γερμανία και η περίοδος της ιστορίας του είναι η περιόδος του ναζισμού. Η Σόνταγκ βρίσκει πως η εισαγωγή αποτελεί εξαιρετικό δείγμα προπαγανδιστικού λόγου και είναι ενδεικτική της παραπληροφόρησης που καλλιέργησε η Ρίφενσταλ γύρω από το όνομά της. Ο Jonas Mekas αναφέρει για την Ρίφενσταλ πως "αν είσαι ιδεαλιστής θα δεις ιδεαλισμό στις ταινίες της. Αν είσαι κλασικιστής θα δεις στις ταινίες της έναν ύμνο στον κλασικισμό. Κι αν είσαι ναζιστής θα δεις στις ταινίες της ναζισμό". Βέβαια, μια κινηματογραφίστρια-χαμαιλέων  στην εποχή της ναζιστικής Γερμανίας δεν μπορεί είναι και τόσο αθώα. Το απολιτικό δεν έχει σε κάθε εποχή το ίδιο νόημα και δεν υπάρχει αμφιβολία πως το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελούσε ναζιστική προπαγάνδα. 

Εξάλλου, είναι γνωστό πως η ίδια ήταν προσωπική φίλη του Χίτλερ, οι ταινίες της χρηματοδοτούνταν από τη ναζιστική κυβέρνηση και υπήρξε η μοναδική καλλιτέχνις που δεν λογοδοτούσε στο Υπουργείο του Γκαίμπλες. Τα περισσότερα από τα έργα της αναφέρονται στη δράση του  Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και απεικονίζουν την ομορφιά της στρατιωτικής ζωής.
 
Σε συνέντευξή της στα Cahiers du Cinéma η Ρίφενσταλ ονομάζει τη δουλειά της  cinéma-verité και δηλώνει πως εκεί "δεν υπάρχει μεροληπτικό σχόλιο για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει σχολιασμός. Πρόκεται για αφήγηση -για σκέτη αφήγηση". Λες και δεν γνωρίζουμε τι σκοπούς μπορεί να υπηρετήσει μια αφήγηση. Οι ταινίες επικαίρων αποτελούν τρανό παράδειγμα.  

Η θεματολογία των ταινιών της είναι, άλλωστε, το πιο ισχυρό πειστήριο: Στο "Γαλάζιο φως" το βουνό γίνεται σύμβολο του υπέρτατα ωραίου και συνάμα επικίνδυνου, της μεγαλειώδους δύναμης που μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος.

[...] η ορειβασία ήταν μια γλαφυρά οπτικοποιημένη μεταφορά της δίχως όρια επιδίωξης του μυστικού σκοπού, ωραίου και συνάμα τρομακτικού, ο οποίος έμελλε αργότερα να πάρει συγκεκριμένη μορφή στη λατρεία του Φύρερ. 

Στη "Συγκέντρωση στη Νυρεμβέργη" δοξολογείται το πρώτο Συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Στον "Στρατό μας" υμνείται η στρατιωτική πειθαρχία. Στο "Ολύμπια" παρουσιάζονται οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1936, ενώ η "Δύναμη της θέλησης" -την οποία ο Χίτλερ εξήρε ως μοναδική και ασύγκριτη εξύμνηση του κινήματός του- παρουσιάζει το Συνέδριο του Κόμματος το 1934.  


Ακόμη και η περίπτωση των Νούμπα υποτάσσεται σε όλους τους κανόνες και τα ιδεώδη του ναζισμού. Μπορεί να είναι μαύροι και όχι Άριοι, αλλά τα τέλεια σμιλεμένα και μυώδη κορμιά τους, όπως και το γεγονός ότι δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό δεν είναι καθόλου τυχαία. 

Αυτό που διακρίνει τη φασιστική εκδοχή της παλιάς ιδέας του ευγενούς αγρίου είναι η περιφρόνηση για οτιδήποτε έχει σχέση με τον στοχασμό, την κριτική, τον πλουραλισμό. 

Με αφορμή όλα αυτά, η Σόνταγκ αναφέρεται γενικότερα στη φασιστική αισθητική και τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύτηκε τη σχέση κυριαρχίας-υποδούλωσης, την εγωμανία και τη δουλικότητα. 

Οι σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης παίρνουν τη μορφή μιας ορισμένης φαντασμαγορίας που χαρακτηρίζεται από τη μαζικοποίηση των ανθρώπινων ομάδων, τη μετατροπή των ανθρώπων σε πράγματα, την αναπαραγωγή ή ομοιοτυποποίηση των πραγμάτων και την ομαδοποίηση ανθρώπων  και πραγμάτων γύρω από μια πανίσχυρη υπνωτιστική ηγετική φιγούρα ή δύναμη. Η φασιστική δραματουργία επικεντρώνεται στις οργιαστικές συναλλαγές μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και των ανδρεικέλων τους που ομοιόμορφα ντυμένα παρουσιάζονται κατά ολοένα ογκούμενα κύματα. Η χορογραφία εναλλάσσεται ανάμεσα σε μιαν ακατάπαυστη κίνηση και σε μία παγωμένη, στατική "ανδρική" στάση. Η φασιστική τέχνη εξυμνεί την υποταγή, εκθειάζει τη βλακεία, μυθοποιεί τον θάνατο. 

Στοιχεία όπως τα μεγαλειώδη άκαμπτα σχήματα, η τέχνη της γυμναστικής, η στρατιωτική ακρίβεια των κινήσεων σε κάθε χορογραφία μπορεί να συναντήσει κανείς και στην επίσημη τέχνη χωρών όπως η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα. Εκεί υπάρχει η επιδίωξη να ενισχυθεί μια ουτοπική ηθική, ενώ ο φασισμός επιδεικνύει μια ουτοπική αισθητική -αυτήν της σωματικής τελειότητας.

Η Σόνταγκ συνδέει ακόμη και τη βιομηχανία του "ανορθόδοξου σεξ" και του σκληρού πορνό με την αισθητική του φασισμού. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο Χίτλερ θεωρούσε την ηγεσία ως σεξουαλική κυριαρχία πάνω στις "θηλυκές μάζες", ως βιασμό. Ο σαδομαζοχισμός για παράδειγμα, μια ακραία έκφραση της σεξουαλικής εμπειρίας,  τα τελευταία χρόνια προσαρτήθηκε στη ναζιστική συμβολική. 

Ωστόσο, το σημαντικότερο για τη Σόνταγκ είναι να κατανοήσει ο σύγχρονος άνθρωπος πως εθνικοσοσιαλισμός δε σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, ενδεχομένως πιο δυσδιάκριτα και πολύ επικίνδυνα

Ο εθνικοσοσιαλισμός -και γενικότερα ο φασισμός- σημαίνει επίσης και ένα ιδεώδες ή μάλλον κάποια ιδεώδη που επιβιώνουν σήμερα κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής και της τέχνης, η λατρεία της ομορφιάς, ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας· η απόρριψη της διανόησης· η ανδροκρατική οικογένεια. 

***

Susan Sontag, Η γοητεία του φασισμού (μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος), Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2010. 





  

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Ο Όργουελ για τον Ντίκενς


Ο Κάρολος Ντίκενς είναι από τους λίγους Βρετανούς λογοτέχνες που φιγουράρουν στην αγγλική λίρα μαζί με τη βασίλισσα. Αν επισκεφτεί κανείς το Λονδίνο, θα τον συναντήσει σίγουρα. Κι αν όχι στα χαρτονομίσματα, στα γραμματόσημα, σε ονόματα δρόμων ή στο Αβαείο του Γουέστμινστερ όπου είναι θαμμένος στη γωνιά των ποιητών. Πώς γίνεται ένας συγγραφέας που διαβάζεται από ανθρώπους της εργατικής τάξης (πράγμα που δεν συμβαίνει με κανέναν άλλο μυθιστοριογράφο του αναστήματός του) να βρίσκεται θαμμένος στο Αβαείο του Γουέστμινστερ, αναρωτιέται στο σχετικό του δοκίμιο ο Τζωρτζ Όργουελ. Τι ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος; Ήταν καθολικός, όπως πίστευε ο Τσέστερτον; Αιμοσταγής επαναστάτης, όπως τον παρουσίασε ο Τζάκσον;  Ή ένας μεσοαστός αισθηματίας, όπως υποστήριξε ο Λένιν; Μάλλον δεν ήταν τίποτε από τα τρία. Είναι, όμως, ένας συγγραφέας που αποτελεί εθνικό θεσμό για τους Βρετανούς, παρόλο που σε πολλά από τα μυθιστορήματά του επιτίθεται στους θεσμούς του αγγλικού κράτους. Απλά, κατάφερε να το κάνει χωρίς να γίνει μισητός. Τους επαναστάτες πολλοί εμίσησαν, τον Ντίκενς ουδείς. 

Η αλήθεια είναι πως ο Ντίκενς δεν εντρύφησε στην εργατική τάξη. Στα μυθιστορήματά του ασχολείται με την εμπορική αστική τάξη του Λονδίνου και τα παράσιτά της. Κανένας εργάτης. Και οι λίγοι προλετάριοι που σκιαγράφησε ήταν αστείοι χαρακτήρες: ένας διαρρήκτης (o Μπιλ Σάικς), ένας υπηρέτης (ο Σαμ Γουέλλερ) και μια αλκοολική μαμή (η κυρίας Γκαμπ). Όχι και πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα.



Κατά την άποψη του Όργουελ, ο Ντίκενς είχε καθαρά αστική ηθική. Καμία σοσιαλιστική ιδέα δεν υποστηρίζεται στα μυθιστορήματά του -ουτέ καν στα "Δύσκολα χρόνια"- ενώ έτρεφε χαρακτηριστική απέχθεια για τον συνδικαλισμό. Λίγο πολύ τον παρουσίαζε σαν μια εξαιρετικά επικίνδυνη οχλαγωγία που δημιουργείται επειδή οι εργοδότες δεν είναι καλοί και στοργικοί. 

Πολλές φορές παρουσιάζει τους επαναστάτες σαν φρενοβλαβείς που το σκάνε από το άσυλο, σπάνε τζάμια και πετάνε τούβλα, ενώ στην "Ιστορία δύο πόλεων" δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση στην περίοδο της Τρομοκρατίας που επικράτησε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, της οποίας υπήρξε κατά τα άλλα υποστηρικτής.

Σε ολόκληρο το βιβλίο κυριαρχούν τα κάρα που βροντολογούσαν στους δρόμους πηγαίνοντας τους μελλοθάνατους στην γκιλοτίνα, οι ματοβαμμένες λεπίδες, τα κομμένα κεφάλια μέσα στα κοφίνια και οι μοχθηρές γριές που γονατίζανε για να τα δούνε καλύτερα. Στην πραγματικότητα οι σκηνές αυτές δεν καταλαμβάνουν παρά μόνο λίγα κεφάλαια, ωστόσο περιγράφονται με τρομερή ένταση, ενώ το υπόλοιπο βιβλίο κυλάει μάλλον αργόσυρτα.  

Αυτό που οφείλουμε, βέβαια, να παραδεχθούμε, είναι πως ο Ντίκενς γνώριζε πολύ καλά τον ψυχισμό του παιδιού και παρουσίασε όσο λίγοι σύγχρονοί του το θέμα της παιδικής εργασίας, από την οποία είχε υποφέρει και ο ίδιος. 

Στις αρχές του αιώνα δεκάδες χιλιάδων παιδιά, καμιά φορά ακόμη και έξι χρονών, δούλευαν εξοντωτικά στα ανθρακωρυχεία ή στα εργοστάσια βάμβακος, ενώ ακόμη και στα πιο μοντέρνα δημόσια σχολεία τα αγόρια μαστιγώνονταν μέχρι αίματος για ένα λάθος που θα έκαναν στους λατινικούς στίχους τους. 

Αντιλαμβάνεται τα στραβά του συστήματος, αλλά δεν προτείνει τίποτα καινούργιο. Ποτέ δεν προτείνει. Στην πραγματικότητα, έχει την περιορισμένη σκοπιά του αστού και απλά υπερασπίζεται κάπως την εργατική τάξη από συμπάθεια για κάθε καταπιεζόμενο. Η ιδεολογία του περιορίζεται στην άποψη πως "αν φέρονταν καλά οι άνθρωποι, θα ήταν καλός ο κόσμος".  Θα υπερασπιστεί τον μικρομαγαζάτορα έναντι του μεγαλοεργοδότη, επειδή είναι αδύναμος. Ωστόσο, δεν έχει πρόβλημα με την ιδιοκτησία και θα του ήταν εξαιρετικά συμπαθής ένας μεγαλέμπορος, αρκεί να ήταν πραγματικός τζέντλεμαν, να μοίραζε καλούς μισθούς και να χάιδευε τα κεφαλάκια των μικρών παιδιών, σαν τη νεράιδα του παραμυθού, λέει ο Όργουελ. 

Ο Ντίκενς, λοιπόν, δεν έχει ιδέα για την εργασία, τη μηχανή, την πάλη των τάξεων. Αυτά είναι πράγματα που δεν τα χωρά ο νους του. (Και, εδώ που τα λέμε, γιατί σώνει και καλά να τα χωρέσει;) Στόχος του ανθρώπου πρέπει να είναι να παντρευτεί την καλή του, να φτιάξει τη ζωή του, να ζει αξιοπρεπώς και να είναι καλός. 

Τι είναι τότε αυτό που κάνει τον Ντίκενς τόσο αγαπητό, αν όχι τόσο συναρπαστικό; Κατά την άποψη του Όργουελ δεν είναι ούτε οι χαρακτήρες του, ούτε οι καταστάσεις, αλλά η λεπτομέρεια στο πλάσιμο της φράσης, η αριστουργηματική κατασκευή του περιττού. "Κανένας σύγχρονος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να συνδυάσει τέτοια έλλειψη στόχων με τόση μεγάλη ζωντάνια". 

Και γιατί ασχολούνται μαζί του οι πάντες -μαρξιστές, καθολικοί και συντηρητικοί; Όλοι ταϊστήκαμε με λίγο Ντίκενς στην παιδική μας ηλικία και οι συνειρμοί που γεννά στη σκέψη μας το έργο του είναι αναπόφευκτοι. "Κάτι που αφομοιώνεται τόσο νωρίς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει καμιά κριτική ετυμηγορία". Όταν λέει κανείς ότι του αρέσει ο Ντίκενς, μήπως εννοεί τελικά πως του αρέσει να σκέφτεται τα παιδικά του χρόνια; 
***
George Orwell, Κάρολος Ντίκενς, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2009. 



Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Saara Katariina Söderlund


"Μπορεί να σου λείπει η φύση και να μην το γνωρίζεις".
 Η Σάρα ζει ήσυχα στην εξοχή της Φινλανδίας. Στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει, περπατά στο δάσος, στα χωράφια, στην ακρογιαλιά. Όταν δεν ασχολείται με την εικονογράφηση, της αρέσει να παρακολουθεί τα αποδημητικά πουλιά που εγκαταλείπουν τη Φινλανδία για τις ζεστές χώρες, αλλά πάντοτε επιστρέφουν. 
 
Θα ήθελες να μας πεις λίγα πράγματα για τη ζωή σου; Πότε ξεκίνησες να ζωγραφίζεις; Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την εικονογράφηση; 

Γεννήθηκα στη νότια Φινλανδία, όπου ζω όλη μου τη ζωή. Πάντοτε μου άρεσε να ζωγραφίζω. Έκανα μαθήματα ζωγραφικής όταν ήμουν παιδί και κάθε πρωί πριν από το σχολείο πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς μου για να ζωγραφίζω τις γάτες της. Κατά τα άλλα, δεν είχα ιδέα πως θα καταπανιόμουνα με την εικονογράφηση ως επάγγελμα. Βασικά, πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών για να σπουδάσω σχέδιο και γραφιστική.  Είχα σχεδόν ξεχάσει τη ζωγραφική για χρόνια και δούλευα ως ελεύθερη επαγγελματίας-γραφίστρια, κυρίως στον εκδοτικό χώρο. Κάποια στιγμή, απλώς θέλησα να κάνω κάτι δημιουργικό μόνη μου, οπότε άρχισα πάλι να ζωγραφίζω και από τότε δεν έχω σταματήσει. 

Με τι είδους εικονογραφήσεις έχεις ασχοληθεί; Θα ήθελες να μοιραστείς κάποια ξεχωριστή εμπειρία σου στην εικονογράφηση ενός βιβλίου; 

Ασχολούμαι με κάθε είδους εικονογράφηση - είμαι ακόμη στα πρώτα βήματα της καριέρας μου και δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τομέας στον οποίο εξειδικεύομαι. Η δουλειά μου περιλαμβάνει εκδόσεις, διαφημίσεις, ιδιωτικές δουλειές και επίσης πουλώ δικά μου έργα, πρωτότυπα ή αντίγραφα. Θα έλεγα πως μια μοναδική κι αξέχαστη εμπειρία είναι όταν εικονογραφώ κάτι για το οποίο δεν έχω ιδέα. Είναι συναρπαστικό, αγχωτικό, και σε προκαλεί να ερευνήσεις ένα άγνωστο θέμα και να βρεις τον καταλληλότερο τρόπο για να το μετατρέψεις σε εικόνα. 

Υπάρχει κάποιο κείμενο, βιβλίο, παραμύθι, τραγούδι, που θα ήθελες να εικονογραφήσεις και δεν το έχεις κάνει ακόμη; 

Ονειρεύομαι να εικονογραφήσω το αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μου χρόνων, το "Vattumato" ("Το σκουλήκι στο βατόμουρο"), του Φινλανδού συγγραφέα Zacharias Topelius. Το έχει εικονογραφήσει με όμορφο και μαγικό τρόπο η Maija Karma. Η ιστορία σημαίνει πολλά για μένα και θα ήθελα να δικιμάσω. Θα ήθελα επίσης να κάνω μια σειρά από ζωγραφικά έργα για τους μύθους γύρω από τα φινλανδικά και σκανδιναβικά πουλιά. 

Τι υλικά χρησιμοποιείς συνήθως; 

Συνήθως χρησιμοποιώ νερομπογιές. Καμιά φορά  τις αναμειγνύω με μολύβια και ξυλομπογιές. 

Υπάρχει κάποια στιγμή της ημέρας που προτιμάς να εργάζεσαι; Ζωγραφίζεις πάντα στο σπίτι; 

Λατρεύω τα πρωινά και είναι η στιγμή της ημέρας που αισθάνομαι πιο παραγωγική και πιο δημιουργική, οπότε προσπαθώ να ξεκινώ τη δουλειά όσο νωρίτερα γίνεται. Προσπαθώ να τελειώνω σχετικά νωρίς και να μου μένουν κάποιες ώρες ελεύθερες μέσα στη μέρα για να κάνω μια βόλτα, να μαγειρέψω ή να περάσω ένα χαλαρό απόγευμα. Πάντα ζωγραφίζω στο σπίτι, στο μικρό μου γραφείο, μαζί με τα δυο σκυλιά μου, που είναι τα φιλαράκια μου στη δουλειά. 

Τι υπάρχει στο γραφείο σου αυτή τη στιγμή; 

Βασικά πράγματα, όπως βούρτσες, σωληνάρια με χρώματα, ξυλομπογιές, ένα σημειωματάριο, ένα παλιό βιβλίο βοτανικής και φυσικά ένα φλιτζάνι καφέ. 


Ετοιμάζεις κάτι αυτόν τον καιρό; 

Αυτή τη στιγμή σχεδιάζω μια σειρά από μοτίβα. Ένας από τους στόχους μου για φέτος είναι να βελτιώσω και να επεκτείνω το e-shop μου. 

Η εικονογράφηση είναι για σένα επάγγελμα ή χόμπι; Στη χώρα σου υπάρχει δυνατότητα βιοπορισμού από την εικονογράφηση; 

Η εικονογράφηση είναι το επάγγελμά μου, αλλά κάνω και κάποια γραφιστικά πρότζεκτ. Υπάρχει δυνατότητα βιοπορισμού από την εικονογράφηση στη Φινλανδία, αλλά θέλει χρόνο και πολύ σκληρή δουλειά, όπως παντού υποθέτω. 

Από ποιους εικονογράφους (κλασικούς ή σύγχρονους) έχεις εμπνευστεί; 

Λατρεύω τον Aleksander Lidenberg, την Tove Jansson, τον Rudolf Koivu, τον Edward Gorey, την Mary Blair, τον Charley Harper τους Alice και Martin Provensen και πολλούς, πολλούς ακόμη που θα μπορούσα να αναφέρω. 

Η εικόνα διαμορφώνει τη φαντασία. Όταν ζωγραφίζεις, σκέφτεσαι ότι οι εικόνες θα ζωντανέψουν στη φαντασία των παιδιών; 

Δεν νομίζω ότι το σκέφτομαι αυτό όταν ζωγραφίζω, αλλά ελπίζω, φυσικά, πως ο δέκτης, είτε είναι παιδί είτε ενήλικας, θα βρει τη μαγεία που προσπαθώ να βάλω στις ζωγραφιές μου. Τα παιδιά έχουν τόσο ζωηρή φαντασία, που νομίζω πως τους είναι πολύ φυσικό να μπουν στον κόσμο μιας εικόνας. 

Τι σχέση έχει ένας εικονογράφος με την παιδικότητα; Πόσο καθορίζουν τη δουλειά του οι παιδικές του αναμνήσεις; 

Νομίζω πως οι παιδικές μου αναμνήσεις με έχουν επηρεάσει τόσο πολύ, που αυτό είναι ολοφάνερο στη δουλειά μου. Πάντοτε, ειδικά ως παιδί,  με συγκλόνιζαν τα όμορφα βιβλία, τα τοπία, τα ζωγραφικά έργα, τα αντικείμενα. Θυμάμαι που είχα πορωθεί με την εικονογράφηση του Ilon Wikland  για το παραμύθι της Astrid Lindgren "Ronia the robber's daughter" ("Ρόνια, η κόρη του ληστή"). Ο τρόπος που απεικονιζόταν το δάσος στις εικόνες της μου κόβει την ανάσα ακόμη και σήμερα. 

Πολύ συχνά ζωγραφίζεις στιγμές της καθημερινής ζωής (κορίτσια που μαζεύουν μανιτάρια, που κάνουν βόλτες στο δάσος, που φορούν τις κάλτσες τους). Σε εμπνέει η ρουτίνα; Πώς θα όριζες την ευτυχία; 

Η ρουτίνα σίγουρα με εμπνέει. Το να ζωγραφίζεις την καθημερινότητα είναι κάπως παρηγορητικό. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου είναι εμπνευσμένο από πολύ συνηθισμένες στιγμές που φαίνονται ασήμαντες, αλλά είναι ακούσια κωμικές ή θλιβερές ή σημαντικές. Για μένα ευτυχία είναι τα μικρά πράγματα, αυτές οι καθημερινές  στιγμές της ζωής, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό· να μαζεύω μανιτάρια, να κάνω κάμπινγκ με φίλους, να παίζω με τα σκυλιά μου, να παρατηρώ τα πουλιά ή να ζωγραφίζω. 

Τι βρίσκεις συναρπαστικό στην εξοχή; 

Προτού μετακομίσω με τον άντρα μου στην εξοχή πριν από μερικά χρόνια, ζούσα σε μια κωμόπολη. Ήταν παράξενο γιατί ένιωθα πως μου έλειπε η φύση χωρίς να τη γνωρίζω και πολύ. Το αγαπημένο μου πράγμα είναι να περπατάω στο δάσος, στα χωράφια, στην ακρογιαλιά. Το τοπίο είναι πολύ όμορφο και υπάρχουν τόσα να δεις και να εξερευνήσεις. Αυτό είναι συναρπαστικό. Επίσης, τα αστέρια είναι πολύ πιο λαμπερά στην εξοχή. 

Στο ιστολόγιό σου συστήνεσαι ως εικονογράφος, αλλά και "κυρία των πουλιών". Τι βρίσκεις ενδιαφέρον στην παρατήρηση των πουλιών; Είναι αλήθεια πως τα πουλιά αποτελούν τα πιο πολύχρωμα μικρά ζωάκια; 

Πράγματι, τα πουλιά είναι τα πιο πολύχρωμα ζωάκια! Τα βρίσκω φοβερά ενδιαφέροντα -υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία στα χρώματα, τα σχέδια,  τα σχήματα, στους ήχους τους. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις ένα πουλί που δεν έχεις ξαναδεί ή να εντοπίσεις ένα από τα αγαπημένα σου. Μπορείς να παρατηρείς τα πουλιά και από το παράθυρό σου, αλλά η παρατήρηση μπορεί να σε οδηγήσει σε μέρη που δεν έχεις επισκεφτεί ποτέ. Επίσης, υπάρχει κάτι όμορφο και αινιγματικό στα αποδημητικά πουλιά. Τα περισσότερα εγκαταλείπουν τη Φινλανδία κατά τη διάρκεια του χειμώνα για πιο ζεστά κλίματα. Αλλά πάντοτε επιστρέφουν. 

*** 

Για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την Saara Katariina  Söderlund ρίξτε μια ματιά εδώ.