Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ομορφιά και θλίψη


Στα μυθιστορήματα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα υπάρχει πολλή ζωή και πολύς θάνατος. Ίσως επειδή ο Ιάπωνας νομπελίστας έζησε τον θάνατο περισσότερο από κάθε άλλο λογοτέχνη. Μεγάλωσε χωρίς μητέρα, έχασε μικρός τον πατέρα του και ακολούθησαν οι θάνατοι της γιαγιάς του, της αδερφής του και του παππού του. Έμεινε απόλυτα μόνος, χωρίς κανέναν συγγενή ζωντανό, και μπήκε εσωτερικός σε οικοτροφείο στα δεκάξι του. Έζησε τον θάνατο της κόρης του, τον θάνατο της παλιάς Ιαπωνίας, την καταστροφή που προκάλεσε η ατομική βόμβα, την τελετουργική αυτοκτονία του μεγάλου συγγραφέα Γιούκιο Μίσιμα, και κατά πάσα πιθανότητα οδηγήθηκε στην αυτοχειρία και ο ίδιος, αφήνοντας το γκάζι να γεμίσει τον χώρο του γραφείου του. 

Ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για ολοκληρωτικό θάνατο, αλλά για μια αλλαγή που δεν σταματά τη ζωή, τότε πάλι ως θάνατος αντιμετωπίζεται. Ως θάνατος αντιμετωπίζονται το τέλος της αθωότητας, ο εξευρωπαϊσμός της ιαπωνικής κοινωνίας, η σίγαση της ερωτικής επιθυμίας, το γήρας, η φθορά, η ασχήμια.

Το τελευταίο  μυθιστόρημα του Καουαμπάτα, "Ομορφιά και θλίψη", είναι μια ώριμη σπουδή στον έρωτα και τη ζήλια. Ο Όκι, ένας μεσήλικας συγγραφέας, αποφασίζει να ταξιδέψει από την Καμάκουρα στο Κιότο για να ακούσει εκεί τις καμπάνες της πρωτοχρονιάς. Στο Κιότο κατοικεί η Οτόκο, ο μεγαλύτερος έρωτας της νιότης του. Το πάθος που αισθάνθηκε ο Όκι "για μια τέτοια γυναίκα", και το βίαιο τέλος της σχέσης τους -που είχε ξεκινήσει είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, ενώ η Οτόκο ήταν ανήλικη κι εκείνος ήδη παντρεμένος και πατέρας-, μετατρέπουν σε ασήμαντο πρόσχημα τη βαθιά επιθυμία του να ακούσει τις καμπάνες. Ο Όκι αισθάνεται αγωνία, αλλά και τύψεις, που καταδίκασε αυτή τη γυναίκα να στερηθεί το γάμο και τη μητρότητα.

Δεν μπορούσε να διώξει απ΄την ψυχή του την οδύνη στη σκέψη ότι είχε σπείρει τη διάλυση στον κόσμο αυτής της κοπέλας, στερώντας της τη δυνατότητα να γίνει σύζυγος και μητέρα. [...] Στις αναμνήσεις του Όκι η Οτόκο παρέμενε η πιο παθιασμένη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ του. Αλλά και η τόση αμεσότητα της ανάμνησης της Οτόκο ακόμα και σήμερα δεν ήταν σημάδι ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν χωρίσει ποτέ τους; Μολονότι ο Όκι είχε γεννηθεί στο Τόκιο, τα φώτα της νύχτας που έπεφτε στο Κιότο συνδαύλιζαν μέσα του μια αίσθηση καταγωγής. 

Η Οτόκο θα δεχτεί να δει τον άντρα που λεηλάτησε τη νιότη της. Αλλά δεν θα τον δει μόνη. Θα τη συνοδέψουν σ΄εκείνο το πρωτοχρονιάτικο δείπνο δύο γκέισες και η Κέικο, μαθήτριά της στη ζωγραφική, με την οποία συζεί. Εκείνο το πρωτοχρονιάτικο βράδυ, τέμνονται για πρώτη φορά οι πλευρές ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου, οι κορυφές του οποίου θα κατασπαράξουν σαν λεπίδες την οικογένεια του Όκι. Η αγάπη της Οτόκο για τον Όκι θα γεμίσει ζήλια την ερωτευμένη Κέικο, που θα θελήσει να πάρει εκδίκηση από την οικογένεια του άντρα για όλα όσα έμειναν ανεξίτηλα στην ψυχή της δασκάλας της

Η Κέικο πήρε το χέρι της Οτόκο, έβαλε στο στόμα της το μικρό της δάχτυλο, το δάγκωσε και την κοίταξε με πλάγιο βλέμμα. Ύστερα μουρμούρισε: [...]  
"Οτόκο, σας είμαι αφιερωμένη και ζω μόνο για σας" [...] 
"Η ιδέα ότι θα μπορούσα πολύ εύκολα να στραγγαλίσω τον Όκι Τοσίο στον μακάριο ύπνο του με ηδόνιζε, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο..."


Η Κέικο θα ξετυλίξει κάθε σαγήνη της νιότης της, κάθε χαρακτηριστικό της δαιμονικής γυναικείας της φύσης, καθώς αργά και τελετουργικά, με μια ιεροτελεστία παρόμοια με αυτή του τσαγιού, θα σερβίρει το πιάτο της απολάνησης και της εκδίκησης τόσο στον Όκι όσο και στον γιο του. 

Η Οτόκο είχε αποτύχει στην απόπειρα αυτοκτονίας της μετά τον χωρισμό με τον Όκι, πάντα όμως ευχόταν να τα είχε καταφέρει και συλλογιζόταν ότι, αν είχε πεθάνει τότε, η ζωή της θα είχε υπάρξει σύντομη, αλλά όμορφη. Ακόμη καλύτερα θα ήταν να είχε πεθάνει στη γέννα, πριν την απόπειρα αυτοκτονίας που κατέληξε σε αποτυχία, και πριν το μωρό της πεθάνει, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο θα είχε γλιτώσει κι από τα σιδερόφρακτα παράθυρα του ψυχιατρικού τμήματος του νοσοκομείου και όλα θα είχαν τελειώσει όμορφα. 

Εκτός από μια πραγματεία στον έρωτα -τον έρωτα ως εμμονή και ασθένεια- το μυθιστόρημα του Καουαμπάτα θίγει συχνά το θέμα του χρόνου, της ανάμνησης και της εξιδανίκευσής της στην ανθρώπινη συνείδηση. Η δεκαεπτάχρονη Οτόκο στο τέλος του μυθιστορήματος είναι πια σαράντα, αλλά ο χρόνος δεν έχει κυλήσει στη ζωή της. Παρέμεινε αμετακίνητος, όπως και ο έρωτάς της για τον Όκι. Ο χρόνος λιμνάζει μέσα της και η ίδια παραδίδεται με αυταρέσκεια στις αναμνήσεις ενός θλιμμένου έρωτα. Η αγάπη της έχει κάτι ναρκισσιστικό. Ακόμη και η ερωτική της σχέση με την Κέικο είναι σαν να μεταμορφώνεται σε έρωτα για τον ίδιο της τον εαυτό. Ή σε έρωτα για ό,τι υπήρξε ο Όκι για κείνη. Μαθαίνει στην Κέικο ό,τι το δικό της σώμα έμαθε από τον Όκι. Παίρνει τη θέση του, γίνεται εκείνος, κι έτσι παραμένει ο έρωτάς της στη ζωή. 

Όλα ρέουν με ρυθμούς τόσο αργούς που φτάνουν να γίνουν αισθησιακοί. Ο αισθησιασμός χαρακτηρίζει και τις περιγραφές της φύσης, νεκρής ή ζωντανής. Η περιγραφή παραμένει εξίσου ζωντανή, είτε αναφέρεται σ' ένα λουλούδι, μια λίμνη, μια οροσειρά, έναν βουδιστικό ναό, είτε στον ήχο του σαμισέν, της καμπάνας, το σχέδιο ενός κιμονό, το δέσιμο ενός όμπι.

Μετά το τέλος της ανάγνωσης παραμένει ένα ερωτηματικό, που συχνά γεννά η ιαπωνική τέχνη. Πώς είναι δυνατόν η φιλοσοφία του ζεν, η έννοια του σάμπι, αυτή η βαθιά εσωτερικότητα και εναρμόνιση με τους ήχους και τους ρυθμούς της φύσης, να συνδυάζονται με την απόλυτη βιαιότητα και παραφροσύνη σε ό,τι αφορά τον έρωτα;

***

Το κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες του Masao Yamamoto.

Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Ομορφιά και θλίψη (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2004.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου