Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Τα οπωροφόρα της Αθήνας

 
 Όσα φαίνονται απ' το δρόμο είναι του διαβάτη...

Το φθινόπωρο οι οπώρες φθίνουν. Που σημαίνει τα φρούτα λιγοστεύουν. Μα στην Αθήνα τα οπωροφόρα δέντρα αφθονούν και προσφέρουν ζουμερούς καρπούς. Στο βιβλίο του "Τα οπωροφόρα της Αθήνας", ο Σωτήρης Δημητρίου σχεδιάζει προς τιμήν του αναγνώστη μια ενδιαφέρουσα οπωρογεωγραφία. Μπορεί ο καθένας να προγραμματίσει τις βόλτες του, ανάλογα με την εποχή και την όρεξή του. Στο Κολωνάκι και τη Νεάπολη θα βρει συκιές, κορομηλιές και κλήματα, στην οδό Τρικάλων  ελιές, στη Βασιλίσσης Σοφίας, το Παγκράτι και τον Κήπο μουριές, στο Φάληρο θα χορτάσει μεσκουλιές, στο Ζάππειο μελικοκιές και πάει λέγοντας.

Τα οπωροφόρα όμως δεν είναι παρά η αφορμή. Για τον πρωταγωνιστή, αφορμή για να μιλήσει στους περαστικούς, να χουφτώσει την κυρία που τον κερνά σύκα απ΄τη συκιά της, να πουλήσει ολίγη τρέλα, να ηδονίσει τον ουρανίσκο του και να γεμίσει το στομάχι του φρούτα. Για τον συγγραφέα, αφορμή να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, τη φύση, τη ζωή, τις ντοπιολαλιές, τα σημεία στίξης, τη σύνθεση ενός διηγήματος.

 

Μια παροιμία λέει ότι άμα δεν δαρθείς την ώρα που πρέπει κατόπι δέρνεσαι με την γνώμη σου. 

Ίσως και τα διηγήματα να είναι αποτελέσματα πράξεων που δεν τολμήθηκαν, ζωής που δεν κύλησε.

Τίθεται εδώ το γνωστό ερώτημα εάν η λογοτεχνία πηγάζει εξ ελλείμματος ή εκ του περισσεύματος. 

Όπως το φρούτο πρέπει να είναι εύγευστο, έτσι και το διήγημα πρέπει να είναι εύηχο. Κι εδώ όλα παίζουν τον ρόλο τους, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Κάθε λέξη έχει άλλο βάρος, κάθε επιλογή δίνει στο κείμενο διαφορετική απόχρωση. Άλλο η στενοχώρια, άλλο η στεναχώρια, άλλο η πίκρα. Άλλο το "και", άλλο το "κι". 

Ίδια βαρύτητα με την επιλογή των λέξεων έχει και η επιλογή των σημείων στίξης. Κείμενο χωρίς στίξη είναι παρτιτούρα χωρίς χρωματισμούς. Κείμενο άτσαλα στιγματισμένο είναι παρτιτούρα που στην εκτέλεσή της ο οργανοπαίκτης βαράει το όργανο και ξεκουφαίνει τον ακροατή. Όσο όμορφη και να 'ναι η μελωδία, τα αυτάκια του δε σώνονται με τίποτα...

Τα αρκτικόλεξα και οι συντομογραφίες ασχημίζουν το κείμενο...
Ο αστερίσκος της παραπομπής διακόπτει τη ροή της αναγνώσεως...
Εκεί όμως που ο συγγραφέας τραβάει τον αναγνώστη από το μανίκι είναι το θαυμαστικό. Το πιο άχρηστο και κουτό σημείο στίξεως...
Η άνω τελεία ... είναι το πιο συμπαθές και σκεπτόμενο σημείο στίξεως.  

Σ΄αυτό το οδοιπορικό στην Αθήνα, τη ζωή και τη λογοτεχνία, ο αφηγητής απαριθμεί μια σειρά ξεχασμένων πια συνηθειών ή αρετών που ο ίδιος ξεχωρίζει. Σε μια πρόχειρη απόπειρα καταλογογράφησης μπορούν να συμπεριληφθούν οι εξής: 

1. Να αγαπάς τη γλώσσα.
2. Να αγαπάς τη γυναίκα.
3. Να αγαπάς τη φύση.
4. Να μιλάς μόνος σου στο δρόμο.
5. Να είσαι βαδημανής.
6. Να ουρείς έξω.
7. Να τρως σύκα απ' τη συκιά του δρόμου. 
8. Να τρως μούρα απ' τη μουριά του δρόμου. 
9. Να νιώθεις τον λαό σοφό, κι ας μην είναι.
10. Να πιάνεις παρέα στο λεωφορείο. 

Ανάμεσα σε προσωπικές ιστορίες, ευτράπελες διηγήσεις και στιγμιότυπα από τη ζωή του αφηγητή, ανθολογούνται καμιά τριανταριά λαϊκά αποφθέγματα, ανέκδοτα στιχάκια και σπάνιες παροιμίες.

Τέλος, γίνονται ωραίες αναφορές στον περιφρονημένο προφορικό λόγο, στην αγάπη για τον τόπο και τη λαλιά που γεννιέται σ΄αυτόν, στον καιρό που οι άνθρωποι δεν πήγαιναν σχολειό, δεν είχαν δει χάρτες, δεν ξέραν από σύνορα, και είχαν κέντρο της γης την πλαγιά και τ' αμπέλι τους. Και τότε δεν ένιωθαν κατωτερότητα ή ανωτερότητα έναντι κανενός ανθρώπου και πλάσματος του κόσμου.

Αυτή η πολύχυμη γλώσσα, που γεμίζει το στόμα μας σαν ζουμερή οπώρα, με τα χρόνια στέγνωσε. Ο προφορικός λόγος έγινε διεκπεραιωτικός, λέει ο Δημητρίου, και ο άνθρωπος αναζητά παρηγοριά πια στον γραπτό. 

Η κοινή ζωή, η συλλογικότητα ιδίως, τελείται πλέον αφανώς στις επιμέρους ατομικές σκέψεις και στα συναισθήματα που κοινοποιούνται μέσω της λογοτεχνίας, μέσω του γραπτού λόγου. Είναι κατά κάποιον τρόπο συνδετικός κρίκος στη νέα κοινωνικότητα.

Όπως και να΄χει, προφορικός ή γραπτός,  ο λόγος είναι σαν το φρούτο. Πρέπει πάνω απ' όλα να γλυκαίνει το στόμα. Να είναι ζουμερός, ώριμος, να θάλλει στην εποχή του, και όχι σε αεροστεγή και αποπνικτικά θερμοκήπια που βρωμοκοπάνε φυτοφάρμακο και τον κάνουν στυφό, ξινό, άγευστο, δύσπεπτο και προπάντων επικίνδυνο για την υγεία μας...


***

Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005. 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Τσελεμεντέδες εποχής #1: Η καλή σύζυγος



Ενόψει των γιορτών, και επειδή πάντοτε μου αρέσει να ψαχουλεύω σε φιλικά και συγγενικά σπίτια πράγματα που κανένας άλλος δεν προσέχει, άρχισα να μελετώ παλιούς τσελεμεντέδες. Ήτοι, βιβλία μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Δυο ευχάριστοι τρόποι να ερευνήσει κανείς την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας είναι αφενός μεν να παρακολουθήσει ελληνικές ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε η εθνική μας σταρ, αφετέρου δε να ρίξει μια ματιά στους θησαυρούς των παλιών τσελεμεντέδων. 

Στο κυνήγι των χαμένων θησαυρών, το πρώτo διαμαντάκι ήταν το κάτωθι:


Στο σπίτι της αγαπητής μου φίλης, υπήρχε η πρώτη έκδοση του βιβλίου μαγειρικής της Χρύσας Παραδείση, ένας οδηγός για μοντέρνες νοικοκυρές και σύγχρονες γυναίκες. Δώρο γάμου προς τη σύζυγο, με την ευχή "να γίνεται κάθε μέρα και καλλίτερη". 

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά που καθιστούσαν τη νεαρή γυναίκα καλή σύντροφο για τον σύζυγό της, άξια νύφη για την πεθερούλα της και σεπτή μητέρα για τα τέκνα της; Οι τσελεμεντέδες σε όλα έδιναν απαντήσεις. 

Η πρώτη έκδοση του Τσελεμεντέ απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είχε γράψει πως "κανένα άλλον βιβλίον δεν εχάρισεν εις την ελληνικήν οικογένειαν τόσην ευτυχίαν", ενώ ο Σπύρος Μελάς χαρακτήρισε τον Νίκο Τσελεμεντέ "τάλαντον θεωρητικόν το οποίον ο Ύψιστος απέστειλε για να πειθαρχήση την ελληνικήν κουζίνα, να σώση τον ελληνικόν στόμαχον και μετ' αυτού το έθνος". Η Εστία τούς ξεπέρασε όλους, υποστηρίζοντας πως "του αξίζει διά κοινού εράνου όλων των καλοφαγάδων μια μικρή προτομή και το βραβείον Νόμπελ γραμμάτων και τεχνών". 

Ξεκινούσε λοιπόν ο Τσελεμεντές με έναν "Δεκάλογο προς τας κυρίας", γραμμένο από την εστεμμένη λογία Carmen Sylva. Ξένη, βεβαίως βεβαίως. Πού να βρεθούν λογίες, και μάλιστα εστεμμένες, στην Ελλάδα;  

Ιδού οι δέκα εντολές: 

1. Μην αρχίσης ποτέ λογομαχίαν, και αν ακόμη έλθη χωρίς να την περιμένης. Να τηρής σιωπήν και να είσαι βεβαία ότι η συστολή σου θα σου δώση την νίκην.  

2. Μη λησπονής ότι είσαι σύζυγος ενός ανθρώπου, και όχι ενός Θεού. Επομένως, μην παραξενεύεσαι διά τας αδυναμίας του. 

3. Μη ζητής από τον συζυγόν σου χρηματικά ποσά ανώτερα των δυνάμεών του. 

4. Εάν βλέπης ότι ο σύζυγός σου δεν έχει καρδιά, μη λησμονής ότι έχει στομάχι. Να τον περιποιήσαι και να είσαι βεβαία ότι θα κατακτήσης και την καρδιά του.

5. Να προσπαθής, σε δεδομένη ευκαιρία, να επιβάλλεται η γνώμη του συζύγου σου. Αυτό και εκείνον εξυψώνει και εσένα δεν σε ζημιώνει.

6. Να παρακολουθής εις τας εφημερίδας κάθε τι το ενδιαφέρον και όχι μόνον τα μυθιστορήματα και τα σκάνδαλα. Αυτό και τον σύζυγόν σου θα ευχαριστή και επιπλέον θα είσαι ενήμερος, ώστε να ημπορής να τον βοηθήσης εις μίαν απορίαν του. 

7. Πρόσεξε ώστε να μην πληγώσης ποτέ τον σύζυγόν σου, ούτε με λόγους, ακόμη και εις την πλέον ζωηράν φιλονεικίαν.

8. Από καιρού εις καιρόν, λέγε εις τον σύζυγόν σου ότι είναι πρότυπον συζύγου. Είναι ένα φιλοφρόνημα που θα τον ευχαριστήση. Να ομολογείς δε ότι έχεις και εσύ τα ελαττώματά σου.

9. Εάν ο σύζυγός σου είναι έξυπνος, να είσαι η σύντροφός του. Εάν υστερή πνευματικώς, να είσαι η φίλη του και η σύμβουλός του.

10. Προ παντός να σέβεσαι την μητέρα του συζύγου σου. Μη λησμονής ότι την ηγάπησε προτού αγαπήση εσένα[1].  

Αν υποθέσουμε ότι στις μέρες μας ο γάμος περνά κρίση, ο τσελεμεντές λύνει όλες τις απορίες της σύγχρονης γυναίκας για τα αίτια του φαινομένου. Διότι η σύγχρονη σύζυγος επιστρέφει από την εργασία της κουρασμένη και κατηφής, δεν χαρίζει στον σύζυγό της τα απαιτούμενα φιλοφρονήματα, δεν τον κάνει να αισθάνεται πρότυπον συζύγου. Πολλάκις δεν αποδέχεται τα δικά της ελαττώματα παρά επισημαίνει τα δικά του, συχνά δε παραξενεύεται για τις αδυναμίες του και επιθυμεί να επιβάλλεται η δική της γνώμη.

Πέρα από την καλή διάθεση και την ταπεινοσύνη, οφείλουμε να επισημάνουμε πως η εστεμμένη λογία επαινεί με τον τρόπο της την πονηρία και την κατεργαριά. Συμβουλεύει τη νεόνυμφη, ως "πονηρό θηλυκό και κατεργάρα γυναίκα", να τηρεί σιωπή σε κάθε φιλονικία και να αφήνει να επιβάλλεται η γνώμη του συζύγου. Διότι μόνο έτσι θα επιτύχει αυτό που η γυναίκα πάντοτε επιθυμούσε και πάντοτε επιθυμεί: την νίκην. 

Αχ...  

*** 

[1] Νικολάου Τσελεμεντέ, Οδηγός μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήναι 1962.

Τη γενική επιμέλεια της εικονογράφησης του βιβλίου (απ' όπου και οι εικόνες της ανάρτησης) είχε ο ζωγράφος Τάσος Χατζής.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

H Αλίκη στη χώρα του Vladimir Clavijo




All in the golden afternoon
Full leisurely we glide;
For both our oars, with little skill,
By little arms are plied,
While little hands make vain pretence
Our wanderings to guide. 

Ah, cruel Three! In such an hour,
Beneath such dreamy weather,
To beg a tale of breath too weak
To stir the tiniest feather!
Yet what can one poor voice avail
Against three tongues together?







Imperious Prima flashes forth
Her edict "to begin it":
In gentler tones Secunda hopes
"There will be nonsense in it".
While Tertia inerrupts the tale
Not more than once a minute.

Anon, to sudden silence won,
In fancy they pursue
The dream-child moving through a land
Of wonders wild and new,
If friendly chat with bird or beast- 
And half believe it true.






And ever, as the story drained
The wells of fancy dry,
And faintly strove that weary one
To put the subject by,
"The rest next time-" "It is next time!"
The happy voices cry.

Thus grew the tale of Wonderland:
Thus slowly, one by one, 
Its quaint events were hammered out-
An now the tale is done,
An home we steer, a merry crew,
Beneath the setting sun.


Alice! a childish story take,
And with a gentle hand
Lay it where Childhood's dreams are twined
In Memory's mystic band,
Like pilgrim's wither'd wreath of flowers
Pluck'd in a far-off land.



Φωτογραφίες: Vladimir Clavijo-Telepnev
 Κούκλες: Tatiana Baeva



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Λισσαβώνα, Λισαβόνα


Έξω ελλοχεύει η ατλαντική νύχτα, με ανέμους το καλοκαίρι, με ομίχλες τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου. Είναι καιρός να επιστρέψουμε στη Λισαβόνα, είναι σχεδόν μεσάνυχτα[1]. 

Λισσαβώνα, Λισαβώνα, Λισσαβόνα, Λισαβόνα... Μια πόλη που προβληματίζει με την ορθογραφία της. Απαντά σε όλες τις μορφές, σωστές ή λανθασμένες. Μια πόλη-παραίσθηση, όπως το όνειρο που βλέπει εκείνο το καλοκαιριάτικο απόγευμα ο πρωταγωνιστής του Αντόνιο Ταμπούκι στο "Ρέκβιεμ". Μπαίνει στο όνειρό του, μεταφέρεται σε έναν από τους μόλους του λιμανιού, περνά μέσα από τον καθρέφτη και τότε το όνειρο γίνεται πραγματικότερο από κάθε πραγματικότητα. 

 
Aρχίζει η διαδρομή. Από την Αλκάνταρα στο καφέ Μπραζιλέιρα, στο Νεκροταφείο των Απολαύσεων, σ' ένα παλιό διαμέρισμα δίπλα στο Σε, στη συνοικία του Σάου Ζορζέ και πάει λέγοντας. Μια πολύχρωμη μάζα σπιτιών σκαρφαλωμένη σε επτά λόφους, ανηφορικοί δρόμοι, κίτρινα τραμ, ταπεινά σπίτια, φτωχικές συνοικίες, γεράκοι που ξαποστένουν στα παγκάκια, μπιλιαρδάδικα, ιερόδουλες, τα νερά του Τάγου, απόκρημνα βράχια, φάροι που περιμένουν.  Ιστορίες θαλασσοπόρων που τις ψιθυρίζει ο βρυχηθμός του ωκεανού.

...η πόλη είναι πλατιά, όπως πλατιά είναι και η ψυχή του ανθρώπου που στην ιστορία μου την διατρέχει αναζητώντας αναμνήσεις και φαντάσματα [2].


 



 Ω, ξανά ιδωμένη λύπη, Λισαβόνα του άλλοτε
και του σήμερα!
Τίποτα μη μου δίνετε, τίποτα μη μου 
παίρνετε,
τίποτα δεν είσθε που να νιώθω.

Αφήστε με ήσυχο! Δε θ' αργήσω, εγώ ποτέ
δεν αργώ...
Κι όσο αργεί η Άβυσσος κι η Σιωπή θέλω να 
μείνω μόνος! [3]

Ύστερα, ένας ποιητής. Ένας ποιητής που έζησε στα όρια της ανυπαρξίας. Που εφάρμοσε το "λάθε βιώσας" όσο κανείς άλλος. Που φύλαξε στο μπαούλο του χιλιάδες αδημοσίευτες σελίδες. Που μας ανησύχησε με το "Βιβλίο της ανησυχίας" του, ένα βιβλίο τόσο μικρό και τόσο μεγάλο. 










Πάλι σε ξαναβλέπω
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, τρομαχτικά 
χαμένη... 
Πόλη της λύπης, πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι...
Εγώ; Είμαι εγώ αυτός που έζησα εδώ, κι εδώ
γύρισα πάλι;
Και γύρισα, και ξαναγύρισα και πάλι
ξαναγύρισα; 
Ω, όλα μου τα εγώ που ήτανε εδώ
Ήτανε μια σειρά λογαριασμών, με κλωστή
μνήμης ραμμένη
Μια σειρά από όνειρα δικά μου ή κάποιου 
άλλου
Έξω από μένα; [4]











Πολύχρωμα azulejos κοσμούν ιστορικά κτίρια, μνημεία, εκκλησίες, σπίτια και τραμ. Καραβέλες, σκηνές από υπερατλαντικά ταξίδια, σκηνές από την καθημερινή και τη θρησκευτική ζωή, μυθικά όντα και μαντόνες προστατεύουν την πόλη από το αγιάζι και τα χτυπήματα του ωκεανού, κάνοντάς τη να μοιάζει με καλειδοσκοπική παραίσθηση. Κάθε ματιά στη Λισαβόνα κι ένα κρυφοκοίταγμα στα χρωματιστά γυαλιά, τα συμμετρικά κάτοπτρα, το ψυχεδελικό παιχνίδι της.



Γυρίζω στους δρόμους μέχρις ότου πέσει η νύχτα, με μια αίσθηση ζωής που μοιάζει σ' αυτούς τους δρόμους. Τη μέρα είναι γεμάτοι με μια οχλοβοή που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από μια απουσία οχλοβοής που επίσης δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ, την ημέρα είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους του λιμανιού, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι κι εγώ ψυχή, διαφορά που μπορεί να μην έχει κανένα νόημα μπροστά σ' αυτό που είναι η ουσία των πραγμάτων [5].


Τραγούδια που μιλούν για τους φτωχούς, τους ναυτικούς, τη θάλασσα. Τραγούδια που γέννησε μια λέξη που λίγοι μπορούν να ερμηνεύσουν.

Saudade: "Μελαγχολία που οφείλεται στην ανάμνηση ενός χαμένου πλέον αγαθού. Πόνος που προκαλείται από την απουσία ενός αγαπημένου αντικειμένου. Γλυκιά και ταυτόχρονα θλιβερή ανάμνηση ενός αγαπημένου προσώπου". 

Λέξη που παντρεύει το πιο σπαρακτικό με το πιο τρυφερό συναίσθημα. Λέξη όπου συναντιούνται η νοσταλγία για το παρελθόν με την επιθυμία για το μέλλον.


Για να καταλάβουμε, επομένως, τι είναι η saudade τίποτα το καλύτερο από το να τη νιώσουμε άμεσα. Η καλύτερη στιγμή είναι προφανώς το δειλινό, που είναι η κανονική ώρα της saudade, αλλά καλά είναι και κάποια βράδια γεμάτα με ατλαντική ομίχλη, όταν πάνω στην πόλη κατεβαίνει ένα πέπλο και ανάβουν τα φώτα. Εκεί, μόνοι σας, κοιτάζοντας αυτό το πανόραμα μπροστά σας, ίσως σας καταλάβει μια αίσθηση σπαραγμού. Η φαντασία σας, κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, θα σας κάνει να σκεφτείτε πως όταν πια έχετε επιστρέψει στο σπίτι σας και τις συνήθειές σας, θα σας πιάσει η νοσταλγία της προνομιακής στιγμής της ζωής σας, όταν βρισκόσασταν σε ένα πανέμορφο και μοναχικό δρομάκι της Λισαβόνας και κοιτάζατε ένα σπαρακτικό πανόραμα. Να, ο κύβος έχει ριχτεί: νιώθετε νοσταλγία της στιγμής που ζείτε ακριβώς αυτή τη στιγμή. Είναι μια νοσταλγία του μέλλοντος. Έχετε δοκιμάσει στο πετσί σας τη saudade [6].


Για να καταλάβουμε, επομένως, τι είναι η Λισαβόνα, τίποτα το καλύτερο από το να τη νιώσουμε άμεσα. Ή να νιώσουμε τη νοσταλγία, τον σπαραγμό και τη saudade κάθε δικής μας Λισαβόνας.


***

[1], [2] Αντόνιο Ταμπούκι, Ταξίδια, κι άλλα ταξίδια (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Άγρα, Αθήνα 2011.
[3],[4] Φερνάντο Πεσσόα, Λισαβόνα (μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης), Ροές, Αθήνα 2011.
[5] Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας (μτφρ. Άννυ Σπυράκου), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
[6]  Αντόνιο Ταμπούκι, Ταξίδια, κι άλλα ταξίδια (μτφρ. Ανταίος Χρυσοσομίδης) Άγρα, Αθήνα 2011.
  

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Εξώφυλλα #5: Λολίτες



Η Λολίτα ήταν ξεδιάντροπη ή ο διακορευτής αποτρόπαιος; 
Αναμφίβολα, το δεύτερο.
Αναμφίβολα και το πρώτο.  

Ένα βιβλίο γραμμένο από την οπτική γωνία του θύτη προστατεύει ή εκθέτει το θύμα; 

Πώς μπορεί να (ανα)συνθέσει κανείς την ιστορία μελετώντας τα εξώφυλλα που έχουν κατά καιρούς σχεδιαστεί για το βιβλίο; 

Τι έχει η Λολίτα στο τσαντάκι της.

α) Ένα κόκκινο κραγιόν, για να βάφει τα χείλια της;


 
β) Ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου σε σχήμα καρδιάς;


 



















γ) Ένα κόκκινο μπικίνι;



δ) Ένα ζευγάρι ροζ σοσόνια;




ε) Το γλειφιτζούρι της;


 Τι κάνει η Λολίτα στον ελεύθερο χρόνο της.

 α) Μαδά μαργαρίτες... "Μ' αγαπά, δε μ'αγαπά;"





β) Κάνει μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι της λεμονάδας της;



γ) Βγαίνει βόλτα φορώντας τα μαύρα λουστρίνια της;



Τα εξώφυλλα απαντούν. 
Γεννούν ή επιβεβαιώνουν υποψίες.


Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Τα καλά παιδιά



Θυμάμαι στο "Ταξιδεύοντας στην Αγγλία" τον τρόπο με τον οποίο ο Καζαντζάκης περιέγραφε το Ήτον, το ξακουστό κολέγιο όπου σπούδαζε η αριστοκρατία της Αγγλίας: "Οι τοίχοι στις αίθουσες, στους διαδρόμους, είναι από πάνω έως κάτω ταπετσαρισμένοι με ξύλο, κι απάνω στο ξύλο πυκνά, κολλητά, σκαλισμένα, χιλιάδες ονόματα, οι μαθητές που περνούσαν, αιώνες, απάνω από τα θρανία τούτα. Χιλιάδες ψυχές σα να πυκνώνουν τον αγέρα και δυσκολεύεσαι ν' ανασάνεις". Ο αγέρας στο Ήτον ήταν πηχτός από ψυχές. 

Στο "Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά" του Πατρίκ Μοντιανό, το μυαλό του αφηγητή είναι πηχτό από αναμνήσεις. Η ανάσα δυσκολεύει και πάλι. Ο αφηγητής θυμάται τα χρόνια που πέρασε στο δικό του κολέγιο, το Βαλβέρ, τις ψυχές των δικών του συμμαθητών, καλά παιδιά όλοι τους, που για κάποιο λόγο, αν και οικότροφοι σ' ένα τέτοιο κολέγιο, απέτυχαν. 

Οι οικότροφοι του Ήτον, του Βαλβέρ, του κάθε κολεγίου, ασκούνται πάνω απ' όλα στον αθλητισμό, στα ομαδικά παιχνίδια, στην καλλιέργεια του ομαδικού πνεύματος, στη συνεργασία, τη συμβίωση, τη συγκατοίκηση στους εφηβικούς κοιτώνες. "Τα ομαδικά παιχνίδια υπηρετούν μεγάλο ηθικό σκοπό: σε συνηθίζουν να υποτάξεις την ατομικότητά σου σε μια γενική ενέργεια. Να μη νιώθεις πως είσαι άτομο ανεξάρτητο, παρά μέλος μιας ομάδας. Να υπερασπίζεσαι όχι μονάχα την ατομική σου τιμή, παρά ολόκληρη την τιμή της ομάδας που ανήκεις: σχολή, Πανεπιστήμιο, πόλη, έθνος", γράφει πάλι ο Καζαντζάκης.  

Πιστεύω πως ο κ. Ζανσμίτ ήθελε να μας εθίσει, εμάς τα παιδιά της τύχης και του πουθενά, στα αγαθά μιας πειθαρχίας και στην παρηγοριά μιας πατρίδας.

Οι συμμαθητές μου κι εγώ μεγαλώσαμε κάτω από τη μελαγχολική αιγίδα αυτού του ανθρώπου, και ίσως μερικοί από μας, χωρίς καν να το ξέρουν, διατηρούν ακόμη αυτά τα σημάδια.  
 
Αυτοί οι νέοι μαθαίνουν πως η ζωή είναι ένα παιχνίδι. Σαν το τένις, σαν το γκολφ. Δεν παίζεις μόνος σου, παίζεις με τους άλλους και έχεις ευθύνη απέναντί τους. Όταν το παιχνίδι, όμως, βγαίνει από το χώρο του κολεγιακού γηπέδου και τοποθετείται στην αρένα της ζωής, αποδεικνύονται κακοί παίκτες. Τι δεν πήγε καλά; Όταν οι οικότροφοι εγκαταλείπουν το βασίλειο Βαλβέρ, που το κυβερνά ο Πέδρο, ο διευθυντής τους, απειλούνται από έναν κόσμο σκληρό και ακατανόητο. Κι εκεί, ο Πέδρο δεν μπορεί να κάνει τίποτα πια γι' αυτούς. 

Τι να της πω; Πως ο Μπομπ δεν ήταν κακός άνθρωπος -κάθε άλλο- μα ένα ευαίσθητο και αθώο αγόρι κι αυτός, και πως αναζητούσε μια ισορροπία, διαφορετικά δεν θα είχε διαλέξει μια κοπέλα σαν κι αυτήν; Δυστυχώς, όλους εμάς τους παλιούς του Βαλβέρ μας ταλαιπωρούσαν κατά καιρούς ανεξήγητες μελαγχολίες και εκρήξεις θλίψης, που ο καθένας μας πάσχιζε να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του. Όλοι μας είχαμε μια "βίδα", όπως έλεγε συχνά ο καθηγητής μας της χημείας, ο κ. Λαφόρ.

Ο αφηγητής συναντά κάποιους από τους συμμαθητές του περίπου είκοσι χρόνια μετά. Εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους οι περισσότεροι, βρίσκονται στην ηλικία που επιχειρούν τη δική τους οικογένεια, την οποία τελικά εγκαταλείπουν με τη σειρά τους. Άλλοι επειδή δεν έχουν μάθει να συνυπάρχουν παρά μόνο με τους έφηβους συμμαθητές τους (Μισέλ), άλλοι επειδή παραμένουν κακομαθημένα παιδιά των εξαφανισμένων μπαμπάδων τους και αντιμετωπίζουν τη ζωή σαν ένα ατέλειωτο σαρπράιζ πάρτι (Φιλίπ Γιολάντ), άλλοι γιατί απλά δεν τα καταφέρνουν μ' αυτή την πολυπόθητη ισορροπία (Μπομπ Φόουλς), άλλοι γιατί παραμένουν για πάντα ανώριμοι έφηβοι και αναγκάζονται να διορίσουν έναν γιατρό-κηδεμόνα για να τους συμβουλεύει (Ντανιέλ Ντεζοντό).


Ύστερα σκέφτομαι κι άλλα καλά παιδιά, άλλων λογοτεχνικών "κολεγίων"... Τα παιδιά της "Λέσχης των τιποτένιων" του Τζόναθαν Κόου, τα παιδιά από το "Ένα κάποιο τέλος" του Τζούλιαν Μπαρνς, που δεν ξεπερνούν ποτέ την αυτοκτονία του συμμαθητή τους, τα παιδιά του "Θολού βυθού" που μεγαλώνουν στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης μαζί με τον Γιάννη Ατζακά. Όλα τους καλά παιδιά, που δεν μπορούν όμως να συνυπάρξουν με τους πραγματικούς άλλους. 

Τελικά το πείραμα της ανατροφής μόνο στο εργαστήριο της οικογένειας έχει πιθανότητες να πετύχει; 

"Θα προτιμούσα να μην ξαναδείτε τον Ντανιέλ", είπε κοφτά.
"Γιατί;"
"Γιατί πιστεύω πως δεν του κάνει καλό". Το φιδίσιο βλέμμα του με διαπερνούσε. Ήθελε, δίχως άλλο, να με τρομοκρατήσει. Εμένα όμως μου 'ρχόταν να βάλω τα γέλια."
"Σε τι του κάνω κακό; Είμαι παιδικός του φίλος".
"Ακριβώς, μόλις είπατε τη σωστή λέξη". 

***

Πατρίκ Μοντιανό, Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά... (μτφρ. Βάσω Νικολοπούλου - Νίκη Ντουζέ), Πόλις, Αθήνα 2014.

Οι εικόνες είναι από την ταινία "Tα 400 χτυπήματα" του Φρανσουά Τρυφώ.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Εδώ Πολυτεχνείο





Όλη η Αθήνα, φώναζαν, πρέπει να κατεβεί, αλλά ήταν πια πολύ αργά, γιατί οι άλλοι, που ξενύχταγαν εκεί απέξω, βγήκαν απ' τη σύγχυση και μπήκαν στα τανκς. Μετά, μπήκαν και στο Πολυτεχνείο, και τα μακέλεψαν εκείνα τα παιδιά. Κόσμο πολύ σακάτεψαν και σκότωσαν, γιατί το μπόρεσαν! Και το μπόρεσαν, γιατί, τη νύχτα εκείνη, δεν είχαν κατέβει, να πεις, κι όλοι αυτοί που κατεβαίνουν, τώρα, κάθε χρόνο, για τη γιορτή που γίνεται έξω απ' το Πολυτεχνείο! Αν είχε κατέβει -και το ένα τρίτο μοναχά, απ' αυτουνούς που πάνε τώρα στη γιορτή- οι άλλοι που ΄χαν τα τανκς, θα σκόρπαγαν στα σίγουρα. Γιαυτό και λέω, πως κι αυτό που γίνεται -εκεί απέξω- κάθε χρόνο, μέσα στο σύστημα είναι, το γνωστό. Και τα μιλιούνια, που πάνε, τώρα, και γιορτάζουν, σε σύγχυση μεγάλη βρίσκονται, γιατί δεν το 'χουν καταλάβει, ακόμα, πως κατεβαίνουν, κάθε χρόνο, και γιορτάζουν, την επέτειο για το ότι δεν κατέβηκαν όταν έπρεπε! Αυτό είναι που γιορτάζεται: γιαυτό, κιόλας, το σάμαλι και το μαλλί της γριάς∙ γιαυτό και τα στεφάνια τα πολλά, και η παρέα με το ένα εκατομμύριο ανθρώπους που περπατάει απ' το Πολυτεχνείο μέχρι την πρεσβεία

***
 
Γιατί οι θυσίες γίνονται από τους λίγους και οι γιορτές απ' τους πολλούς. Γιαυτό κιόλας, εγώ, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νιώθω κάτι σα ντροπή, και δε μου ΄ρχεται να πάω σ' αυτή τη πορεία, γιατί το βράδυ εκείνο, που φώναζαν τα παιδιά απ' το Πολυτεχνείο, δεν τα κατάφερα να κάνω τίποτα. Μονάχα το στομάχι μου πόναγε και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό. Κι ύστερα, δεν μπορούσα άλλο, και βγήκα απ' το σπίτι. Πήρα το δρόμο και κατέβαινα για το Πολυτεχνείο, αλλά στα μισά έψαξα στις τσέπες, κι είδα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου την ταυτότητα. Αρχίνησα τότε κι αναρωτιόμουν: ποιος είμαι, σκέφτηκα, και πού πάω; Σαν τι μπορώ να κάνω εγώ αυτή την ώρα; Δεν έχω απάνω μου και την ταυτότητα!.. Και πού πάω, είπα, χωρίς ταυτότητα, μέσα σ' αυτή τη κόλαση; [...] 
Τίποτα άλλο δεν κατάφερα να κάνω, γιαυτό και λέω, πως είναι αστείο να γιορτάζω τώρα, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο ανθρώπους, το ότι δεν έκανα, το βράδι εκείνο, τίποτα!


Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.