Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Πρόσκληση σε "Γκάρντεν πάρτι"


Κάθρην Μάσνφηλντ: Γεννημένη στο Ουέλλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Κατάφερε στη διάρκεια της σύντομης ζωής της (1888-1923) να γράψει διηγήματα που η αρτιότητα, η ευστοχία και η ομορφιά τους θα συγκρίνονταν με εκείνων του Τσέχοφ.

Το σημείωμα βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του "Γκάρντεν πάρτι", συλλογής διηγημάτων της Μάνσφηλντ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη. Και δεν ξέρεις αν ο κόσμος της  πράγματι θυμίζει εκείνον του Τσέχοφ...Εδώ δεν υπάρχουν ξεπεσμένοι Ρώσοι ευγενείς, ούτε αστοί, ούτε μουζίκοι της ρωσικής επαρχίας.

Λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην αποικία της Νέας Ζηλανδίας, σ' έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους αδιέξοδα, με παρωχημένους κανόνες ηθικής, με πρότυπα συμπεριφοράς που πασχίζουν να ξεπεράσουν. Το βικτωριανό κατεστημένο μοιάζει παράλογο και ασύμβατο με τη νέα εποχή που αναδύεται. Εγκλωβισμένοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντα, θέλουν διακαώς να ξεφύγουν, και απ' αυτή την άποψη, ναι, εδώ υπάρχει ένα στοιχείο τσεχοφικό. Τα ρετάλια του παρελθόντος είναι πολλά. Νεαρές κοπέλες περιμένουν τον άντρα που θα τις γλιτώσει από την πλήξη. Αλαζονεία, περιφρόνηση και εμπαιγμός, στοιχεία απαραίτητα για να επιτευχθεί η έλξη προς το άλλο φύλο...  Μια μητέρα αποστρέφεται τα παιδιά της και ζει με φαντασιώσεις, ένας νεαρός άντρας τσαλαπατά την αξιοπρέπειά του μπροστά στη γυναίκα που αγαπά και δεν εισπράττει παρά ένα κοροϊδευτικό γέλιο.

Ένα όμορφο γκάρντεν πάρτι, κορίτσια με λευκά φουστάνια και ψάθινα καπελάκια, κηπουροί φορτωμένοι με δίσκους γεμάτους κρίνα, δροσερές λεμονάδες, σάντουιτς, μια μεγάλη τέντα, και η ορχήστρα να κάνει πρόβες, τη στιγμή που, λίγα μέτρα παρακάτω, στα λασπωμένα καλυβάκια της εργατικής συνοικίας, "στους τιποτένιους κήπους που δεν έβλεπες παρά κοτσάνια από λάχανο, κάτι αρρωστιάρικες κότες και κονσερβοκούτια ντομάτας", ένας άντρας σκοτώνεται όταν τον πετάει κάτω το άλογό του, τρομαγμένο από τον ήχο της ατμομηχανής. Η ομορφιά βρίσκεται μακριά από πάρτι, καλάθια και δαντελωτά φουστάνια, και η φιλανθρωπία, όταν δε συνοδεύεται από το απαραίτητο αίσθημα αλληλεγγύης, γίνεται προσβλητική.

Πολύ νωρίς το πρωί. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη, και το Κρέσεντ Μπέυ κρύβεται κάτω από μια γαλακτερή ομίχλη. Θαμπωμένοι στο βάθος οι πλατύστερνοι θαμνώδεις λόφοι -αδύνατον να διακρίνεις πού σταματούν αυτοί και πού αρχίζουν τα λιβάδια και τα σπίτια· ο αμμουδερός δρόμος έχει χαθεί, μαζί του σβησμένα κι εκείνα στην πίσω μεριά του. Σβησμένες και οι λευκές θίνες με τις τούφες το κοκκινωπό χορτάρι τους. Τίποτα δε σου δείχνει το όριο μεταξύ ακρογιαλιάς και θάλασσας. Η υγρασία εχει μουσκέψει τα πάντα. Το χορτάρι κυανίζει. Δροστοσταλίδες κρέμονται βαριές πάνω στα φρυγμένα ματόκλαδα και με το ζόρι κρατιούνται να μην γκρεμιστούν.


Στον αντίποδα η φύση, στην οποία αντανακλώνται ψυχικές καταστάσεις. Άλλοτε όμορφη και άλλοτε ζοφερή. Μια νερουλή ακουαρέλα με γραμμές αχνές, θαμπές, όπως και τα νήματα που συγκρατούν τη δομή και την πλοκή των διηγημάτων. 

Τα διλήμματα των ηρώων, οι κρυφές επιθυμίες τους, η μοναξιά τους, η απόγνωσή τους  ή η περιφρόνηση που  υφίστανται από τους άλλους είναι εναρμονισμένα πάντοτε με τον περιβάλλοντα χώρο, ανοιχτό ή κλειστό, και προκύπτουν περισσότερο από τα λόγια ή τις πράξεις τους, χωρίς καμία μορφή μελοδραματισμού. Αυτά που αποσιωπώνται ή που υπονοούνται είναι σαφώς περισσότερα απ' όσα ρητά δηλώνονται, και το τέλος -συνήθως απρόσμενο, αιφνιδιαστικό- μοιάζει ένα εκκρεμές που ο αναγνώστης αναλαμβάνει να σταματήσει την ταλάντωσή του. 

Κι όμως, είχε έρθει η ώρα να κλάψει. Πρέπει να κλάψει. Δεν μπορεί άλλο πια να το αναβάλλει· δεν μπορούσε άλλο πια να περιμένει... Πού να πάει;
"Πέρασε σκληρή ζωή η κυρία Πάρκερ". Ναι, στ' αλήθεια σκληρή. Το πιγούνι της άρχισε να τρέμει· δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Πού όμως; Πού;
Σπίτι της δεν μπορούσε να πάει· ήταν η Έθελ. Θα τρόμαζε πολύ η Έθελ. Δεν μπορούσε να κάτσει σ' ένα παγκάκι, κάπου· θα μαζευόταν ο κόσμος και θ' άρχιζαν οι ερωτήσεις. Ούτε και να επιστρέψει στο διαμέρισμα του λογίου κυρίου ήταν δυνατόν· δεν είχε δικαίωμα να κλαίει σε ξένα σπίτια. Αν καθόταν σε τίποτα σκαλιά, θα 'ρχόταν να της μιλήσει κάνας πολισμάνος.
Αχ, δεν υπήρχε κάπου που να μπορεί να κρυφτεί και να 'ναι μόνη της, και να μείνει όσο της αρέσει, χωρίς να ενοχλεί κανέναν και κανείς να μην ανησυχεί γι' αυτήν;  Δεν υπήρχε μέρος στον κόσμο όπου να μπορεί να κλάψει με την ψυχή της - επιτέλους; 
Η γρια κυρία Πάρκερ στάθηκε και κοίταξε κάτω. Ο παγερός αέρας φούσκωνε την ποδιά της σαν μπαλόνι. Και τώρα άρχισε να βρέχει. Δεν υπήρχε μέρος. Πουθενά. 

Κάθρην Μάνσφιλντ, Το γκάρντεν πάρτι (μτφρ. Μαρία Λαινά), Σμίλη, Αθήνα 2006 

Τα έργα που συνοδεύουν την ανάρτηση είναι της  Berthe Morisot  το πρώτο και του Claude Monet τα δύο επόμενα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου