Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ἡ βασιλές


Ζοῦσε μιά φορά στήν πατρίδα μου ἕνας βασιλές πού τόν ἀγαποῦσαν οὗλοι οἱ ἀνθρῶποι καί οὗλα τά μωρά, πού πάγαινε στό δρόμο μοναχός, δίχως ἀκολουθίες καί τούμπανα. Τοῦτος ὁ δικός μου "βασιλές" ὅριζε ἕνα βασίλειο μεγάλο ὅσο ἡ σκέψη. Γιά σκέπασμα στό θρόνο του εἶχε τόν ἀληθινό οὐρανό καί γιά δύναμή του τῶν ἀνθρώπων τήν ἀγάπη.  [...]

Ὅλη τή ζωή του "ἡ βασιλές" τήν πέρασε ἀπάνου στή θάλασσα. Ἀνάμεσα στα βράχια τῶν γκρέμνων ἀκρογιαλλιῶν πού τά δέρνει πάντα τό κύμα. Ἀνάμεσα στά βράχια καί στές γοῦβες τίς γεμάτες ἀπό καλόγνωμες καί στρείδια και μύδια καί κάθε εἶδος θαλασσινά.
Σπίτι του καί χαρά του μιά βάρκα. 
Μέσα σ'αὐτή ἔζησε ὅλη του τή ζωή. Ἴσως καί νά γεννήθηκε σ'αὐτή, ἴσως καί να γεννηθήκανε κι οἱ δυό τους μαζί. Δέν ξέρω. [...]

Ἡ βασιλές νερό δέν ἔπινε ποτές. Τραβοῦσε μόνο μέ τήν τσότρα κρασί, πού τό 'παιρνε κάθε βράδυ δίνοντας γιά πληρωμή κοροχύλια καί καβούρια και χάβαρα. 
Ὁ Μανώλης ἡ βασιλές πέθανε ὅπως πεθαίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπαράλλαχτα ὅπως πεθαίνει κάθε ζωντανό. 
Ἄπλωσε τή νύχτα κάτω ἀπ' τήν ἀστροφεγγιά τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ τά ποδάρια του, τέντωσε τά χέρια του μέ τίς παλάμες ἀνοιχτές πρός ὅλο τόν κόσμο, ἔσφιξε τά μάτια του καί κοκάλιασε μέ μιά πιθαμή ἀνοιχτό τό στόμα.
Ἡ βάρκα του τόν κουνοῦσε ἔτσι ὅλη τή νύχτα ἀπαράλλαχτα ὅπως τόν κουνοῦσε πάντα ἔτσι καί ζωντανό. 
Τό πρωί τόν βρήκανε κάτι μωρά πού πῆραν σβάρνα τίς ακρογιαλιές γιά νά μαζέψουν κοροχύλια.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[1] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Κοντραμπατζήδες




Μέ τόν Μιχάλη τόν Μπούμπα εἴμαστε φίλοι. Τόν ἀγαπῶ ὅπως τόν πλησίον μου καί μ' ἀρέσει νά κουβεντιάζω μαζί του γιά τα παλιά. 
Ὁ Μιχάλης εἶναι παράξενος. Ἔτσι παράξενοι ἤτανε στήν πατρίδα μου ὅλοι οἱ κοντραμπατζῆδες [1]
Γιά τόν Μιχάλη νόμος θα πεῖ ἀταξία. Αφύσικο πράγμα. Μπουνάτσα, κάλμα!
Ὅποιο πράμα τό κυνηγοῦν οἱ χωροφυλάκοι κι ὅποιο πράμα τό Κράτος το τιμωρεῖ, εἶναι πάντα γιά τόν Μιχάλη τό παλικαρίσιο καί τό σωστό. 
Ἡ φυλακή γιά τά παλικάρια. 
Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔτσι πέθαναν, ὅσοι  πέθαναν, κι ἔτσι θά πεθάνουν τό δίχως ἄλλο ὅσοι ἀκόμα ζοῦν.  

[1] κοντραμπατζήδες = λαθρέμποροι της θάλασσας.

Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[2] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

"Είσαστε λέφτεροι! Ψηλά τα χέρια!"


Ο "Πεζός Λόγος" του Κώστα Βάρναλη περιέχει τα πεζά "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" και "Ημερολόγιο της Πηνελόπης", κάποια διηγήματα και λίγες μεταφράσεις. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Τη δεκαετία του '60 κυκλοφορούσε και εκτός Ελλάδος από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις[1]. Η έκδοση εκείνη ξεκινούσε με έναν πρόλογο του Βάρναλη, ακολουθούσε ένα γράμμα που του απηύθυνε ο Κωστής Παλαμάς το 1932, ένα άρθρο του Δημήτρη Γληνού και κατόπιν τα πεζογραφήματα του Βάρναλη. Στο δικό μου αντίτυπο υπάρχει στην πρώτη σελίδα η υπογραφή του παππού μου και από κάτω η εξής σημείωση:
 Αν το επιστρέψεις, θα είναι καλό και για τους δυο μας.
 
Ο γραφικός χαρακτήρας είναι δικός του, οπότε υποθέτω ότι κάπου το δάνεισε και ο φίλος του, υπακούγοντας στη σημείωση, το επέστρεψε κι έτσι, μετά από πενήντα περίπου χρόνια, υπάρχει ακόμα.

Ο πεζός λόγος του Βάρναλη κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Η γλώσσα έχει αξιοζήλευτο ρυθμό - περισσότερο την ακούς παρά τη διαβάζεις, η ειρωνεία φτάνει στα άκρα, η ορθογραφία δεν έχει ακόμη κατασταλάξει και παρουσιάζει ενδιαφέρον. "Η δημοτική του Βάρναλη είναι η γνήσια, ανόθευτη νεοελληνική δημοτική και ταυτόχρονα η πιο κοντινή στον ψυχαρικό κανόνα. Όσοι θεωρούν ότι ο ψυχαρισμός έχει προσφέρει κακότεχνα έργα, ας διαβάσουν το αριστούργημα που λέγεται "Αληθινή απολογία του Σωκράτη", γράφει σε εισήγησή του ο Νίκος Σαραντάκος. Η "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" αποτελεί μια παρωδία του λόγου του Πλάτωνα. Εδώ ο απολογούμενος μετατρέπεται στον σκληρότερο κατήγορο των κατηγόρων του, των Αθηναίων δικαστών και κυρίως των Αθηναίων πολιτών που άγονται και φέρονται από δημαγωγούς που τους περιπαίζουν, που δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν "ανθρώπους από σκιάχτρα και θεούς από αέρηδες". 

Στην απολογία του λοιπόν ο Σωκράτης αφηγείται κάποια στιγμή στο ακροατήριο ένα παραμύθι που, μέρες που είναι, καλό είναι να μνημονευτεί.

"Παραμύθια;" Αι λοιπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία, τους είπανε: "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απανωτές καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει. Είσαστε λέφτεροι! - (ψηλά τα χέρια). Λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά. Θα σας δώσουμε αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει,  μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται! Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. Σεις θα δουλέβετε κατά πώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, - τον εαφτό μας!

Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλέβετε και να μην τρώτε κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνω απ' τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια)! Ένα πράγμα μονάχα σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορείτε να κλέψετε κ' εμάς.

Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). Κ' η εφτυχία τους είτανε δύναμη της πατρίδας κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". 

Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. Τέτοια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρώ!... Μονάχα ένα σας λέω: "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών".

Το παραμύθι τελείωσε. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Μακάρι να μπορέσουμε κάποια στιγμή να πούμε το "Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Κώστα Βάρναλη, Πεζός Λόγος, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1968.



[1]  Οι "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" αποτελούσαν τη συνέχεια του "Εκδοτικού Νέα Ελλάδα", που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και με ευθύνη του KKE και έδρευε σε δικό του τυπογραφείο στο Βουκουρέστι. Το "Εκδοτικό Νέα Ελλάδα" λειτούργησε ως το 1954. Αργότερα μετονομάστηκε σε "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις". Οι εκδόσεις παρέμειναν ενεργές μέχρι το 1968. Στα χρόνια αυτά κυκλοφόρησαν εκατοντάδες βιβλία και τεύχη περιοδικών, που δεν περιορίζονταν μόνο στην κομματική χρήση, αλλά απέβλεπαν  στην πνευματική καλλιέργεια και την ψυχαγωγία των προσφύγων που βρέθηκαν στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Πλάι στις μεταφράσεις των κλασικών του μαρξισμού και τα προπαγανδιστικά φυλλάδια, συναντά κανείς γραμματολογίες, λογοτεχνικές κριτικές, ιστορικά βιβλία, έργα του Παπαδιαμάντη, του Σικελιανού, του Βάρναλη, του Χατζή και άλλων Ελλήνων λογοτεχνών, αλλά και  σχολικά εγχειρίδια για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, που προορίζονταν για "τα παιδιά του εμφυλίου". Στη βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ έχουν συγκεντρωθεί τα δύο τρίτα περίπου αυτών των εντύπων. 





 

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

"Ο συγγραφέας της εξαιρέσεως"


Στο όνειρο, άντρες έκοβαν ξύλα στις όχθες ενός ποταμού. Κανείς δεν κόβει ξύλα τέτοια εποχή. Ήθελαν να προετοιμαστούν από νωρίς για το χειμώνα που, έτσι κι αλλιώς, σε λίγους μήνες θα ξανάρθει. Φορούσαν χειμωνιάτικα ρούχα και κρατούσαν τσεκούρια. Μεγάλοι κορμοί δέντρων ήταν πεσμένοι μπροστά τους. Τους τεμάχιζαν σε ροδέλες και τις ροδέλες σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε φορά που έπαιρναν μια φέτα, τη στερέωναν καλά στα πόδια τους. Μόλις ο πέλεκυς έπεφτε πάνω στο ξύλο, αυτό γινόταν ζώο και έτρεχε μακριά μουγκανίζοντας. Τις πιο πολλές φορές τα ζώα ήταν βοοειδή. Οι αγελάδες βέβαια δεν τρέχουν. Είναι υπέρβαρες και αργοκίνητες. Αλλά ήταν όνειρο.

Η ατμόσφαιρα θύμιζε λίγο τις "Αγελάδες" του Ε.Χ. Γονατά. Εκεί, οι φιλάργυροι βουκόλοι ενός χωριού φράζουν τον πρωκτό των αγελάδων μ' ένα φελλό και δεν τους επιτρέπουν να αφοδεύουν, παρά μόνο κάθε είκοσι - εικοσιπέντε μέρες, νομίζοντας πως έτσι θα τις παχύνουν γρηγορότερα. Τους φοράνε σφιχτές ζώνες και τις αφήνουν μέσα στις στέρνες να μασουλήσουν το χορτάρι. Η κοιλιά τους τουμπανιάζει, κάποιες δεν αντέχουν και σκάνε, αλλά οι βουκόλοι δεν το βάζουν κάτω. Είναι πολύ σίγουροι για την πατέντα τους.

Στον κόσμο του Ε.Χ. Γονατά πουλιά κοιτάζονται σε καθρέφτες κρεμασμένους σε κλαδιά δέντρων, φρούτα χορεύουν απειλητικά, λουλούδια γαβγίζουν και δαγκώνουν, ζευγάρια κάλτσες βελάζουν όποτε τις φοράς στα πόδια σου, οι χυμοί της φύσης τραγουδούν και μπορείς να τους ακούσεις. Κλαδιά, στέρνες, αστέρια, πουλιά. Ένας κόσμος που μοιάζει πραγματικός μέχρι να μετατραπεί σε ονειρικό, ανοίκειο, κάποιες φορές εφιαλτικό.

Μέσα στ' ἀνοιχτά λιονταρίσια στόματα τῶν μπρούτζινων πομόλων τοῦ κρεββατιοῦ εἶχε φυτέψει γαρύφαλλα γιά ν' ἀκούει στόν ὕπνο της τό βουητό τῆς μέλισσας που θά πετάει διψασμένη.
(Από την "Κρύπτη")

Η φύση είναι ένας ολόκληρος κόσμος και κανένας κόσμος δεν είναι ιδεατός. Μπορεί να γίνει σκληρός, να επιβάλει μια επίπονη ενηλικίωση, να μας φέρει αντιμέτωπους με το θάνατο. Στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή, "Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά", ο συγγραφέας μάς ξεναγούσε στον κήπο του και επέμενε να τονίζει πως ο κήπος δεν έχει τίποτα το γραφικό. Ο κήπος είναι ένας κόσμος, έχει οργανικότητα, έχει μέσα του ζωή, έχει και θάνατο. Είναι γεμάτος τάφους.

Μέσα στά μῆλα εἶναι μωρά εὐχαριστημένα που γελάνε.

***
Ἀφοῦ τό χάιδεψε ὥρα πολλή μέ τό ἐρωτικό της βλέμμα, ἅπλωσε τή φούχτα της νά τό τσακώσει. Τό ἀχλάδι, ὅμως ὀργισμένο, χτυπώντας την ἀπό τό χέρι, ξέφυγε, στήθηκε ὀρθό στήν οὐρά του καί ἄρχισε νά χορεύει πάνω στό τραπεζομάντηλο ἕναν ἄγριο, ἀπειλητικό χορό.

***
Τά κλειδιά τοῦ φεγγαροφράχτη σπαρταρᾶνε στή ζώνη σου σάν ἀσημένια ψάρια.
(Από την "Κρύπτη")  

Ο Γονατάς υπήρξε από εκείνους τους λογοτέχνες που κατόρθωσαν να αποτυπώσουν στο χαρτί, άλλοτε σε ποιητικό, άλλοτε σε πεζό και άλλοτε σε ανένταχτο λόγο, την αρχετυπικότητα των ονείρων. Μπόρεσε να εκφράσει με εξαιρετική συντομία το ανείπωτο. Η οικονομία του λόγου του, όμως, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πληθώρα των εικόνων και των συμβόλων. "Έχω στο μυαλό μου χίλια και γράφω μια σελίδα. Γιατί πιστεύω ότι με λιγότερα έχεις την πιθανότητα να εκφράσεις κάτι περισσότερο" έλεγε. Τα βιβλία του, κρύπτες "ευρηματικών εικόνων και συμβόλων" [1], αποτελούν βάραθρα μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου, για να παίξουμε και λίγο με τους τίτλους. Και δεν είναι απλά βιβλία. "Είναι σαν μικρά αντικείμενα, στα οποία συγκεντρώνονται σε μικρογραφία ή υπαινικτικά διάφορες τέχνες, της γλώσσας και του ματιού: η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η ίδια η τέχνη της τυπογραφίας [...] κι επειδή είναι φιλοτεχνημένα με ασύγκριτη λεπταισθησία, μοιάζουν πολύ με κοσμήματα. [2]

 Φυλακισμένος μες στό γυαλί, δέν ἔβλεπα παρά τά παχουλά χέρια τῆς μητέρας μου, που ξαναβούλωνε σφιχτά τό καπάκι. Ὕστερά κόλλησε μια ἐτικέτα στό μπουκάλι καί μ' ἀπόθεσε ψηλά, σ' ἕνα ράφι τῆς κουζίνας ἀνάνεσα στά ἄλλα βάζα μέ τίς μαρμελάδες της.

(Ο φυλακισμένος, από το "Βάραθρο")

Μια δισυπόστατη φύση, μια δεύτερη ζωή που επισκέπτεται τα πράγματα κατά τη διάρκεια της νύχτας - όταν μας επισκέπτονται και τα όνειρα - αποκαλύπτεται μέσα από το έργο του Γονατά. Ζωτικοί χυμοί κυλούν στα νεύρα των φύλλων, όπως το αίμα κυλάει στις φλέβες του ανθρώπινου οργανισμού. Η φύση είναι η μεγάλη Μητέρα, η γονιμοποιός δύναμη. Όταν το σκοτάδι βαθαίνει και οι άνθρωποι κουρνιάζουν κάτω από κόκκινες βελέτζες, το τραγούδι της δυναμώνει...


[1] Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Ίκαρος 2010
[2] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "Ε.Χ. Γονατάς: μια εξαιρετική περίπτωση στα γράμματά μας", Διαβάζω, 444, Αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά, 2010.

Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:

Ε.Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Στιγμή, Αθήνα 1991
Ε.Χ. Γονατάς, Το βάραθρο, Στιγμή, Αθήνα 1992

Η πρώτη φωτογραφία κυκλοφορεί αδέσποτη στο διαδίκτυο. Οι υπόλοιπες είναι της  Marte Marie Forsberg.