Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Ερωτευμένες βοσκοπούλες


Η Γκόλφω σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές που έχω περάσει στο θέατρο. Δεν πίστευα πως ένας σκηνοθέτης μπορεί να ξαναδώσει πνοή σε ένα έργο που σήμερα μοιάζει μάλλον παρωχημένο. Ωστόσο, την Γόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη την αγάπησε πάρα πολύ το ελληνικό κοινό. Από την πρώτη κινηματογραφική της προβολή, το 1914, ως την ενσάρκωσή της από την Αντιγόνη Βαλάκου, τη σπουδαία ηθοποιό που χάσαμε πρόσφατα, αλλά και την τελευταία θεατρική της απόδοση, διαρκώς μας εκπλήσσει. Φαντάζομαι πως δε θα υπήρχε Ελληνίδα ενζενί που να μην ονειρεύτηκε να παίξει τη δική της Γκόλφω. Τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του '50.

Η Γκόλφω παίχτηκε για πρώτη φορά το 1893, σε μια εποχή που ήταν πολύ της μοδός τα δραματικά ειδύλλια. Πρόκειται για μια μόδα που επανήλθε τη δεκαετία του '50 στον κινηματογράφο με τις λεγόμενες ταινίες φουστανέλας. Φουστανελάδες νέοι και νεαρές κοπέλες υποδύονται άλλοτε τους κλέφτες και άλλοτε τους ερωτευμένους. Τρέχουν στα βουνά και τις ραχούλες και ερωτοτροπούν. Σκηνικό, το ειδυλλιακό τοπίο της ελληνικής υπαίθρου. Φαίνεται πως σε περιόδους σκληρές ο ελληνικός λαός θέλει να θυμάται το ένδοξο ή το ειδυλλιακό παρελθόν του: ήρωες του 1821 και μια χαμένη Αρκαδία...

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην αρχαιότητα. Την εποχή που παρακμάζουν τα παλιά ποιητικά είδη -τραγωδίες, κωμωδίες, λυρικά άσματα- και αρχίζει να ξεπέφτει η παλιά θρησκευτική πίστη, διαμορφώνονται νέες ποιητικές συνήθειες. Η τάση προς το συνθετικό έργο αρχίζει να φθίνει και εκφράζεται μια σαφής προτίμηση προς το μικρότερο, το επίγραμμα, το ειδύλλιο. Εξαιρετική τεχνική επεξεργασία, πλην όμως κούφιο περιεχόμενο και λογοτεχνική υπερβολή. Μόνο του Θεόκριτου τα βουκολικά ειδύλλια είναι απολαυστικά. Πραγματικοί ύμνοι της ποιμενικής και αγροτικής ζωής. Τα περισσότερα αναφέρονται στα παθήματα του Δάφνη.

Τα "Δάφνιδος άλγεα" ήταν λαϊκό τραγούδι του 4ου αιώνα π.Χ., που εμπνεύστηκε απ' αυτό ο Θεόκριτος - ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ. - και το διασκεύασε αρκετές φορές. Ήρωας είναι ο Δάφνης, γιος του Ερμή και μιας άγνωστης νύμφης, που απέκτησε κοπάδια αγελάδων και προβάτων και ασχολούνταν μόνο με τη βοσκή και τον αυλό του.

Γλυκό είναι το ψιθύρισμα γιδοβοσκέ, που αυτή η κουκουναριά πλάι στις νερομάννες ψιθυρίζει. Mα κι ο σκοπός σου είναι γλυκός σαν παίζεις το σουραύλι. Μετά τον Πάνα θάχεις συ το δεύτερο βραβείο. 
(Θεόκριτου, Θύρσις)

Ο βουκόλος Θύρσις και ένας γιδοβοσκός απαντηθήκανε στο ίδιο μέρος, την ώρα που βόσκανε τα κοπάδια τους. Ο Θύρσις παρακαλεί το γιδοβοσκό να του παίξει το σουραύλι του. Εκείνος όμως δε δέχεται, λέγοντάς του πως η στριγγιά φωνή του μπορεί να ξυπνήσει τον Πάνα από το μεσημεριάτικο ύπνο του, και παρακαλεί το Θύρσι να του τραγουδήσει τις συμφορές του Δάφνη [...] Ο Θύρσις αρχίζει να τραγουδά. Λέγει την απελπισιά που απλώθηκε στις εξοχές της Σικελίας, σαν ακούστηκε πως πεθαίνει ο Δάφνης. Όλα τα ζώα θρηνούνε. Τα λιοντάρια και οι αρκούδες χύνουν δάκρυα:

Και τα τσακάλια ουρλιάζανε γι' αυτόν κι οι λύκοι στα ρουμάνια, και το λιοντάρι εθρήνησε για το χαμό του Δάφνη. Πολλά γελάδια και πολλοί ταύροι, δαμάλες, βώδια, βογγούσαν μπρος στα πόδια του. 

Οι φίλοι του Δάφνη τρέχουν να τον ιδούν. Ο Ερμής και ο Πρίαπος φτάνουν. Τέλος έρχεται και η Αφροδίτη για να χαρεί το θρίαμβό της, για την περιφρόνηση που της είχε κάνει στον Έρωτά της. Ο Δάφνης ανασηκώνεται και ακούει τα πειράγματα της Αφροδίτης, και ξεψυχώντας τής απαντά τόσο σπαραχτικά, που η εχθρή του θεά συγκινείται και προσπαθεί να τον ξαναφέρει στη ζωή. Μα είναι πια αργά. Ο Θύρσις τελειώνει το τραγούδι με μια αποστροφή στις Μούσες.

Τελειώστε το βουκολικό τραγούδι σας, εμπρός τελειώστε, ω Μούσες. Τώρα που ο Δάφνης πέθανε, ας γίνουν όλα ανάποδα, ναρθούν τα πάνω κάτω. Ας βγάλει η αγριοαγκαθιά ναρκίσσους και ο βάτος ας πετάξει βιόλες, τους σκύλους τους λαγωνικούς ας κυνηγούν τα λάφια, κι ας κατεβούνε απ' τα βουνά οι κουκοβάγιες τώρα, να παραβγούν τ' αηδόνια.

Το τέλος θυμίζει κάπως τα ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Στις ελάχιστες παραλλαγές που ο Χάρος τελικά νικά το Διγενή, πρέπει να αλλάξει η φυσική τάξη του κόσμου για να δεχτεί αυτό το γεγονός, δηλαδή το χαμό του ήρωα. 

Ο Θεόκριτος έγραψε αρκετά ειδύλλια, όπως και ο δάσκαλός του ο Φιλητάς, ο Μόσχος και άλλοι. Σε όλα λίγο πολύ ο έρωτας είναι παρών. Αλλού βασανίζει τους ανθρώπους και αλλού παθαίνει ο ίδιος. Ένα πολύ απολαυστικό επιγραμματικό ειδύλλιο είναι ο "Κηριοκλέπτης", όπου ο μικρούλης Έρωτας πάει να κλέψει μέλι και τον τσιμπάει μια μέλισσα. Εκείνος τρέχει κλαίγοντας στη μάνα του, την Αφροδίτη, και της παραπονιέται πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μικρό πετούμενο να προκαλεί τέτοιον πόνο. Και η Αφροδίτη φυσικά απαντάει (σε δωρική διάλεκτο, τη γλώσσα των ειδυλλίων): 

Τύ δ'οὐκ ἴσσον ἐσσί μελίσσαις; χὠ τυτθός μέν ἔης, τά δέ τραύματα ἁλίκα ποιεῖς. 
(Και εσύ δεν είσαι ίδιος, που είσαι μικρός κι ανοίγεις μεγάλες πληγές;)

Ο Δάφνης που λέγαμε είναι γνωστός κυρίως από ένα μεταγενέστερο έργο, ίσως το πρώτο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε πεζό λόγο , το "Δάφνις και Χλόη" του Λόγγου, έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Εδώ, δυο έκθετα παιδιά μεγαλώνουν στις παραλίες της Λέσβου, βόσκουν μαζί τα πρόβατα και τα κατσίκια τους, ώσπου γεννιέται στις καρδιές τους ο έρωτας και τον ανακαλύπτουν μαζί. Η αγάπη τους ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης και τις εναλλαγές των εποχών. Το συναίθημά τους γεννιέται την άνοιξη, το καλοκαίρι φουντώνει, το φθινόπωρο δέχεται το πρώτο χτύπημα και το χειμώνα χωρίζουν για πρώτη φορά. Την άνοιξη όμως ξανασμίγουν και ο έρωτας ολοκληρώνεται. Όταν τα δυο παιδιά γυρεύουν να μάθουν απ' το βοσκό Φιλητά τι είν' ο Έρωτας, διαβάζουμε μερικά από ομορφότερα που έχουν ποτέ γραφτεί γι' αυτόν:

«Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά. Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά». 
(μετάφραση: Ρόδης Ρούφος) 

Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια είχε ανέβει μια ωραία θεατρική παράσταση εμπνευσμένη από το έργο του Λόγγου. Ο τίτλος ήταν "Δάφνις και Xλόη: ταξίδι αναψυχής" και αποτελούσε μια πρωτότυπη και φρέσκια σκηνοθετική ματιά, όπου η αφήγηση και ο λόγος παντρεύονταν εύστοχα με το χορό και το τραγούδι. Τέσσερα ζευγάρια χόρευαν αλλόκοτα, απάγγελλαν στίχους από το ειδύλλιο του Λόγγου, τραγουδούσαν, έκαναν παντομίμα.

Η βουκολική ποιητική παράδοση μετρά πολλά κεφάλαια. Ξεκινά από το Θεόκριτο, συνεχίζεται με το δραματικό ειδύλλιο του Λόγγου, την ξανασυναντάμε στην Κρήτη των αρχών του 17ου αιώνα με τη "Βοσκοπούλα" και φτάνει μέχρι την Γκόλφω του Περεσιάδη. Η "Βοσκοπούλα" είναι ένα αναγεννησιακό ειδύλλιο λόγιου συγγραφέα. Σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά, εδώ διακρίνουμε τη νοσταλγία του αστού για τη φυσική ζωή. Μην ξεχνάμε πως η "βουκολική ποίηση της Δυτικής Ευρώπης δεν ήταν δημιούργημα βοσκών, αλλά λογίων και στόχευε στο να ξεκουράσει με την αφέλειά της τον κάτοικο της πολιτείας", σημειώνει ο Στυλιανός Αλεξίου. 


Στη "Βοσκοπούλα" τα πράγματα δεν πάνε καλά για τους δυο νέους. Ο βοσκός ερωτεύεται μια "πανώρια" βοσκοπούλα. Λιποθυμάει από την ομορφιά της και την αρραβωνιάζεται με ένα δαχτυλίδι από φύλλο φοινικιάς. Όταν είναι να γυρίσει ο πατέρας της νέας, ο βοσκός φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σύντομα. Αρρωσταίνει, αργεί πολύ και η βοσκοπούλα πεθαίνει απ' τον καημό της. Όταν φτάνει ο βοσκός, βρίσκει τον μαυροφορεμένο γέρο να κλαίει την κόρη του.

Για σφάλμα και για πάθητα δικά μου
έβαλα εις τον Άδη την κερά μου.
Να 'χα τη φτάξει ζωντανή, να μάθη
την αρρωστιά και τα πολλά μου πάθη!

Τώρα θωρώ κι αλήθεια μ' απαρνήθης
στ' αραχνιασμένο στρώμα, που εκοιμήθης
και δεν μπορώ ο φτωχός να σε ξυπνήσω,
να μου συντύχης και να σου μιλήσω. 

Η ίδια λίγο πολύ είναι και η υπόθεση της Γκόλφως. Δυο νέοι που ανακαλύπτουν τον Έρωτα... Οι ιστορίες μοιάζουν κοινότυπες, ξεπερασμένες. Τι έχουν να πουν στο σημερινό αναγνώστη; Κι όμως προσφέρονται ακόμη για νέες προσεγγίσεις, νέες σκηνοθεσίες, νέες αναγνώσεις.  

Στην παράσταση του Καραθάνου την Γκόλφω υποδύονται τρεις διαφορετικές ηθοποιοί. Παρακολουθούμε την ηρωίδα παιδούλα, γυναίκα, γεροντότερη. Είναι η Γκόλφω που ερωτεύεται, η Γκόλφω που προδίδεται, η Γκόλφω που θυμάται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τάσο. Ο Τάσος που αγαπά, ο Τάσος που προδίδει την αγάπη του για να παντρευτεί την πλούσια Σταυρούλα, ο Τάσος που τρέχει πίσω στην Γκόλφω, απόμαχος πια. Ηθοποιοί ντυμένοι στα μαύρα, τεράστιες μαξιλάρες που γίνονται βουνά, ραχούλες, ποτάμια και βουνοκορφές, κοστούμια απλά, όλα μαύρα, απουσία κάθε φολκλορικού στοιχείου, αλλά λόγος έμμετρος, ρυθμικός, ίδιος με του δημοτικού τραγουδιού. Ηθοποιοί που παίζουν μουσική, που τραγουδούν, που μεταμφιέζονται σε αρκουδίτσες, που δίνουν ο ένας στον άλλον τη σκυτάλη σε μια τόσο πετυχημένα σουρεαλιστική σκυταλοδρομία. Ο Νίκος Καραθάνος σημειώνει σε μια συνέντευξή του στη LIFO:


"Ως έργο δημοτικής ποίησης, όλες οι λέξεις του κρύβουν ένα δεύτερο νόημα. Είναι μια έξοχη, καθαρή ποίηση, σαν δημοτικό τραγούδι, που στην αρχή περνάς την πόρτα του γέλιου για να την πλησιάσεις, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί φοβάσαι την αλήθεια. Πρέπει να το αγαπήσεις και να το πιστέψεις για να μη μείνεις απ' έξω. Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους.

Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία." 

Ως έργο δημοτικής ποίησης, όλες οι λέξεις του κρύβουν ένα δεύτερο νόημα. Είναι μια έξοχη, καθαρή ποίηση, σαν δημοτικό τραγούδι, που στην αρχή περνάς την πόρτα του γέλιου για να την πλησιάσεις, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί φοβάσαι την αλήθεια. Πρέπει να το αγαπήσεις και να το πιστέψεις για να μη μείνεις απ' έξω. Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.gr
Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.g
Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.gr
Nομίζω ότι το στόχο του τον πέτυχε. Για την παράσταση της Γκόλφως, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου, η Λένα Κιτσοπούλου έγραψε έναν πολύ όμορφο ύμνο για την αγάπη, που τον ερμήνευσε μοναδικά η Λυδία Φωτοπούλου. Όταν ζητούν από την Γκόλφω να ξεχάσει τον Τάσο, να τον βγάλει απ' την καρδιά της, εκείνη μονολογεί:

Η αγάπη μάνα μου χορτάρι δεν είναι για να βγει 
με τόση ευκολία, είναι δεντρί βαθύριζο,
αν θες για να το βγάλεις πριχού μονάχο μαραθεί 
σ'οργώνει την καρδιά σου, βγαίνει μαζί με την καρδιά.
Είν' η αγάπη βάτος που αν τύχει και βρεθείς μέσα στις αγκαθιές του
δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Θα φύγεις λαβωμένος.
Είν' η αγάπη θάλασσα που γλυκοκυματίζει
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν,
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου
δεν είναι μάνα βολετό πίσω για να γυρίσεις.
Κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρη θένα βγεις, αλλιώτικα εχάθης.
Είν' η αγάπη φονικό που ζωντανό σ´ αφήνει.
Είν' η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου
και κάθε μέρα καρτερείς μη και γυρίσει πίσω.
Ειν' η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις

μα από τη γη τα πόδια σου δε λες να ξεκολλήσεις.
Είν' η αγάπη χείμαρρος, χυμάει και σε συντρίβει.
Αρρώστια είναι ν' αγαπάς αρρώστια που σε λιώνει
μα δε γυρεύεις γιατρικό δε θέλεις να μερώσεις
Αγάπη είναι ν' αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει
Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα
Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα
Αγάπη είναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα,
στις πέτρες, στα τριαντάφυλλα, στους τοίχους, στα ταβάνια...

 

Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:
Η Βοσκοπούλα, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Εστία 1998
Θεόκριτος, Ειδύλλια, επιμέλεια Αλ. Φωτιάδης, Ζαχαρόπουλος 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου