Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Δωδεκαήμερον


Την παραμονή των Χριστουγέννων αρχίζει επισήμως το λεγόμενο δωδεκαήμερο. Σύμφωνα με μύθους και παραδόσεις που διατηρούνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, πρόκειται για τις δώδεκα μέρες παραμονής των καλικάντζαρων στη γη. Ανεβαίνουν στις 24 του Δεκέμβρη και παραμένουν μέχρι και τα Θεοφάνεια.

Παραδόσεις για ξωτικά, αερικά, νεράιδες και καλικαντζάρους έχουν πολλοί λαοί.
Σε πολλά χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ακόμα και πιο σύγχρονα, οι καλικάντζαροι κάνουν την εμφάνισή τους. Αναφέρονται έτσι, γενικά και αόριστα. Τους φανταζόμαστε κάπως σαν πονηρά διαβολάκια που χώνονται στις κουζίνες των νοικοκυράδων και σκαρώνουν ζαβολιές. Είναι κακά πνεύματα και δεν αγαπούν τους ανθρώπους, αλλά στις ιστορίες εμφανίζονται μάλλον ως αστεία και ζωηρά πλάσματα.

Οι καλικάντζαροι, ή παγανά, έχουν μεγάλα αυτιά και ουρές και μοιάζουν κάπως με πιθηκοειδή. Μόνο που τα πόδια τους είναι αλογίσια, γαϊδουρινά ή τραγίσια. Το χρώμα τους είναι σκούρο καφέ. Έχουν πυκνό τρίχωμα και φοβούνται δυο πράματα: τον παπά και τη φωτιά. Ζουν στο κουκούτσι της γης. Πάνω της είναι χτισμένος ο κόσμος, όπου ζουν οι άνθρωποι. Όλο το χρόνο ασχολούνται με το πριόνισμα του χοντρού κορμού του δέντρου, που με τα κλαριά και τη φυλλωσιά του κρατά τη φλούδα της γης. Μόλις φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων, η φλούδα είναι έτοιμη να βουλιάξει και οι άνθρωποι να γκρεμοτσακιστούν. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία φέρνει στον κόσμο το Χριστό, που με την καλοσύνη του στεριώνει τη γη και δεν αφήνει τον κόσμο να χαθεί. Οι άνθρωποι, για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός, πλένουν, καθαρίζουν, φτιάχνουν γλυκά. Οι καλικάντζαροι αντιλαμβάνονται τη φασαρία που γίνεται πάνω από τα κεφάλια τους και ανεβαίνουνε στη γη να δουν τι τρέχει. Δεν αφήνουν τους ανθρώπους σε χλωρό κλαρί. Τους πειράζουν, τους χορεύουν στο ταψί, τους στέλνουνε στο μύλο ενώ το σιτάρι είναι αλεσμένο, χώνονται μέσα στα ζυμάρια, μαγαρίζουν τα γλυκά, χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας και γυρίζουν τα φύλλα στο βιβλίο του παπά. Ώσπου, ανήμερα των Θεοφανείων, εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστήρα του, χώνονται στο κουκούτσι τους και φτου κι απ' την αρχή... 

Στην εικόνα αριστερά, που είναι έργο του ζωγράφου Π. Τέτση και μπορεί να τη βρει κανείς στο βιβλίο του Θάνου Βελλουδίου, "Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι", απεικονίζεται η εμφάνιση των καλικαντζάρων στους Αέρηδες, στην Πλάκα, την παραμονή της γέννησης του Χριστού. Μπορεί να διακρίνει κανείς τον Ιωσήφ, τη Θεοτόκο, το θείο βρέφος και τους μάγους. Λίγο παρακάτω ένας ναύτης, ένας σμηνίτης κι ένας φαντάρος χορεύουν όσο ο λατερναντζής παίζει τη λατέρνα και ένας ακόμη άντρας χτυπά το ντέφι. Τη στιγμή που μια γυναίκα πηγαίνει να πάρει νερό με τη στάμνα της από το πηγάδι, ξεπηδά από μέσα ο πρώτος καλικάντζαρος. Άλλωστε, τα αερικά και οι νεράιδες αγαπούν το νερό και συχνάζουν σε βρύσες, πηγάδια, ρέματα και πηγές. Η γυναίκα σαστίζει, ενώ οι υπόλοιποι καλικάντζαροι συνεχίζουν το ροκάνισμα στον πυρήνα της γης. Στην εικόνα η τεχνοτροπία της βυζαντινής ζωγραφικής συνδυάζεται με αυτήν της λαϊκής τέχνης.

Το βιβλίο του Βελλουδίου είναι θησαυρός. Αν και δεν υπήρξε ακαδημαϊκός ή λαογράφος, το έργο του αποτελεί μια τεκμηριωμένη μελέτη των ελληνικών παραδόσεων που σχετίζονται με τους καλικάντζαρους και συνοδεύεται από πίνακες καταξιωμένων ζωγράφων, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας. 

Ο Βελλούδιος αρχικά παραθέτει όλα τα ονόματα με τα οποία είναι γνωστοί οι καλικάντζαροι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας - Καλκανθρωπίσματα, Καρκατζέλια, Κρούσματα, Καλκάδες, Τζόγες - και κατόπιν παρουσιάζει τους καλικαντζάρους  έναν-έναν: το Θαλασσομάχο, που θυμίζει το θεό Ποσειδώνα, τον Ψιλοβελώνη, που είναι ψιλός σαν μακαρόνι, το Μεσονύχτη, που πειράζει αυτούς που γυρίζουν στους δρόμους τις νύχτες, το Μαντρακούκο με τη χοντρή μύτη, τον Τραγοπόδη, τον Πρισκομούρη, που έχει το πρησμένο πρόσωπο, τον Τρικλοπόδη και άλλους πολλούς.

Στο βιβλίο μαθαίνουμε πώς προφυλάσσεται ο άνθρωπος από τη δράση των καλικαντζάρων: 
Στις παραμονές των Χριστουγέννων ο καλός νοικοκύρης, στα χωριά, σφάζει το γουρούνι του, για να ετοιμάσει το κρέας και τα λουκάνικά του. Τρυπάει την καρδιά του χοίρου με ένα πηρούνι και για δικαίωση, ας πούμε, των φυτών που έτρωγε το γουρούνι, κόβει τη μουσούδα του και τη χώνει στο χώμα. Στο συκώτι του σφαχτού βλέπει την τύχη του, κάνει δηλαδή σπλαχνοσκοπία ήπατος, όπως ακριβώς στην αρχαία Ελλάδα. Στο μεταξύ η γυναίκα του έχει γυρίσει όλο το σπίτι και έχει ρίξει σε όλες τις γωνιές, ακόμη και στη μάντρα, αλάτι, για να μην πλησιάσουν οι Καλκάδες. [...] Ύστερα παίρνει από το παραγώνι της καθαρή στάχτη και τη ρίχνει στα δέντρα, για να έχουν ζέστα το χειμώνα και να μην περάσουν από πάνω τους τα Αερικά και τα χαλάσουν. 

Και άλλου πάλι:
Η γριά Βάβω προσέχει μη τυχόν σβήσει η φωτιά, για να έχει ζέστη την ευλογημένη ώρα, που οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού θα διαλαλήσουν μέσα στη νύχτα τη χαρμόσυνη είδηση. Παίρνει μάλιστα τα μέτρα της για τους Καλικάντζαρους. Βγαίνει έξω και βάζει στη γωνιά της σκεπής [...] φαγώσιμα, ένα πιάτο με λουκάνικα ή κρέας (τσιτσί), και δίπλες ή κουλουράκια, για να χορτάσουν τα Καλκανθρωπίσματα, οι Καλκάδες και να μη θέλουν να μαγαρίσουν όλο το σπίτι. 

Αυτά κι άλλα πολλά μαθαίνουμε από τον Βελλούδιο για το δωδεκαήμερο, που αυτές τις μέρες το γιορτάζουμε. Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο Βελλούδιος ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Υπήρξε ένας από τους πρώτους αεροπόρους και υπηρέτησε ως αξιωματικός της Αεροπορίας επί 21 χρόνια. Ύψωσε την ελληνική σημαία στην Προύσσα το 1920. Το 1927 και το 1930 πήρε μέρος στις Δελφικές Εορτές των Σικελιανών. Θεωρούσε τον εαυτό του "Φαντασιομέτρη" και ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική σύνθεση ποικίλων σουρρεαλιστικών αντικειμένων, που τα φωτογράφιζε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και τα εξέδωσε ο συγγραφέας το 1983.  Υπέγραφε μάλιστα και ως "Ελληνευρέτης".

Το βιβλίο του αξίζει να το μελετήσει κανείς. Πέρα από το πληροφοριακό υλικό του, είναι εξαιρετικά καλαίσθητο και εύστοχα εικονογραφημένο. 

Αυτά για τους καλικαντζάρους, και να ΄χουμε το νου μας γιατί μένει ακόμη μια βδομάδα ώσπου να μας αφήσουν ήσυχους. 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικά εικονογραφημένα - Errol le Cain


Όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα τόσο αρχίζουμε να αισθανόμαστε κάτι από τη μαγεία τους, ειδικά όσοι ερχόμαστε σε επαφή με μικρά ή μεγάλα παιδιά. Τα μικρά κάνουν παρέες για να πούνε μαζί τα κάλαντα, κολλάνε στην τηλεόραση για να δουν τις διαφημίσεις των καινούργιων παιχνιδιών, χοροπηδάνε γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μετράνε τις μέρες.

Κοντεύουν Χριστούγεννα, είναι καιρός για παραμύθια. Παραμύθια κλασικά, παραμύθια λαϊκά, παραμύθια καινούργια. Παραμύθια του Παπαδιαμάντη, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Τολστόι, του Ντίκενς, παραμύθια που ξέρουμε από τις γιαγιάδες μας. Τόσο απλά και τόσο αγαπημένα. Το παραμύθι δεν είναι για να το διαβάζεις, είναι για να το αφηγείσαι. Μόνο έτσι το παιδί αφήνεται ελεύθερο να το φανταστεί, να το νιώσει. Μόνο έτσι το κάνει κτήμα του και θα το αφηγηθεί κι εκείνο σε κάποιον, όταν έρθει η ώρα. Όσοι ξέρουμε παραμύθια, και όλοι μας σίγουρα κάτι ξέρουμε, πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η αφήγηση των παραμυθιών θεωρείται τέχνη και πολλοί παραμυθάδες μοιράζονται τα παραμύθια τους σε χώρους της πόλης.

Για όσους δεν ξέρουν, δε συνηθίζουν ή ντρέπονται να αφηγηθούν τα παραμύθια τους, υπάρχουν υπέροχες εκδόσεις παραμυθιών - κλασικών ή νεότερων - για όλες τις ηλικίες. Η εικονογράφηση είναι το άλφα και το ωμέγα σε μια έκδοση. Οι εικόνες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε διαμορφώνουν και εκείνες που μόνοι μας θα φανταστούμε. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές τα παιδιά κολλάνε το βλέμμα τους στις εικόνες και δεν ακούν καν αυτόν που διαβάζει ή που αφηγείται. 

Ένας από τους καλύτερους εικονογράφους κλασικών παραμυθιών ήταν ο Errol le Cain (1941-1989). Είχε εικονογραφήσει μερικά από τα ωραιότερα κλασικά παραμύθια, όπως τη "Βασίλισσα του χιονιού", τη "Σταχτοπούτα", την "Πεντάμορφη και το τέρας", τις "Δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν". Τα τρία τελευταία κυκλοφορούσαν μέχρι πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ρώσση. Είναι παλιά βιβλία και πιθανόν να έχουν εξαντληθεί στον εκδότη. Δε θυμίζουν όμως σε τίποτα την τηλεοπτική αισθητική πολλών νέων εικονογράφων. 

Κανείς δεν απέδωσε με τόση μαεστρία την παγωμένη καρδιά της βασίλισσας του χιονιού. Η εικόνα της ήταν ίδια μ' αυτή μιας παγωμένης νύχτας του χειμώνα. Ένας σταλακτίτης με τη μορφή γυναίκας:

Κανείς δε ζωγράφισε με τόση ευαισθησία την  αδικημένη από τις αδερφές της και τη μητριά της Σταχτοπούτα. Τα τρία πρόσωπα την παρακολουθούν με κακία όταν εκείνη κάνει τις δουλειές του σπιτιού ή αποσύρεται πλάι στο τζάκι, για να ασχοληθεί με το εργόχειρό της. Μπορείτε να τα δείτε να ξεπροβάλλουν στη αριστερή άκρη της εικόνας:


Οι κακιές, χοντροκομμένες και λαίμαργες αδερφές της είναι έτοιμες για το χορό. Το χαζό και ανυπόμονο βλέμμα τους έρχεται σε αντίθεση με το πειθήνιο και καρτερικό πρόσωπο της Σταχτοπούτας: 

Παρατηρήστε το ύφος της μητριάς της, όταν ο απεσταλμένος του πριγκιπόπουλου συνειδητοποιεί ότι η όμορφη κοπέλα της βραδιάς τους χορού ήταν η Σταχτοπούτα, και όχι μια από τις κόρες της:


'Οταν η ώρα σημαίνει δώδεκα, η Σταχτοπούτα πρέπει να γυρίσει στο σπίτι της, αλλιώς η άμαξα θα μετατραπεί σε κολοκύθα. Για να μην ξεχαστεί, ο ουρανός γεμίζει ρολόγια κι εκείνη σιγά σιγά μεταμφιέζεται από πριγκίπισσα σε ένα κουρελιάρικο κορίτσι:


Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Errol le Cain, ένας βρετανός εικονογράφος, απεικόνισε τις αραβικές νύχτες στα παραμύθια της Ανατολής:


Εδώ τα χρώματα αλλάζουν. Χρησιμοποιεί πολύ περισσότερο το κίτρινο, το πορτοκαλί, το χρυσό, τα χρώματα της ανατολής του ηλίου, της Ανατολής γενικά:


Οι εικόνες καδράρονται σαν μικρά κουτάκια που μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο. Θυμίζουν μαγικό χαλί:


Η εικονογράφηση ενός παραμυθιού είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς με χαρακτήρες - σύμβολα, πόσο μάλλον όταν απευθύνεται σε τόσο τρυφερές ηλικίες. Ο Errol le Cain το έκανε με αξεπέραστη επιτυχία.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Υπήρξε γενιά του 1910;

Οι γραμματολογίες έχουν το ενδιαφέρον τους. Η μελέτη λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, κινημάτων, γενιών και σχολών πολλές φορές βοηθά τον αναγνώστη, ή και το μελετητή, να κατανοήσει, να προσεγγίσει, να προσπελάσει ένα έργο. Το τοποθετεί σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, το συνδέει με τα δεδομένα της εποχής που το δημιούργησε. 


Και ο αναγνώστης που δεν έχει ιδέα από ιστορία της λογοτεχνίας; Εκείνος που βουτάει στο κείμενο χωρίς εφόδια και βοηθήματα; Εκείνος άραγε παραμένει στα ρηχά; Ή μήπως ανάλαφρος και ελεύθερος διεισδύει στο μεδούλι του κειμένου, χωρίς να τον βαραίνουν στερεότυπα και προκαταλήψεις; 

Η μελέτη της λογοτεχνίας στη διαχρονία της μάς καλύπτει ως προς την έννοια του πλάτους, αλλά είναι πιθανό να μας απομακρύνει από αυτήν του βάθους. Δεχόμαστε κατηγοριοποιήσεις και αξιολογήσεις, πολλές φορές άκριτα, και με βάση αυτές ερχόμαστε σε επαφή με εποχές και τους λογοτεχνικούς εκπροσώπους τους. 

Πολλές φορές μια ολόκληρη "γενιά" στριμώχνεται και τελικά συνθλίβεται μεταξύ άλλων που θεωρούνται ορόσημα, ογκόλιθοι για την ιστορία της λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο συνέβη για παράδειγμα μ' αυτήν που ο Γιάννης Δάλλας ονόμαζε γενιά του 1910:

Ουσιαστικά, πρόκειται για την αποκατάσταση μιας εποχής. Η επίσημη γραμματολογία τίμησε εξαιρετικά δύο σταθμούς, τη γενιά του 1880 και τη γενιά του 1930. Και παραμέλησε την εποχή και γενιά του 1910 και αυτή που από κάθε άποψη θα μπορούσε να αποτελέσει συνέχειά της, τη μετακατοχική του 1940 ή 1950. Τις θεώρησε απλά επιγενόμενα των άλλων. Και, ενώ τη δεύτερη σχεδόν την αποσιώπησε, την πρώτη, παραβλέποντας την ενιαία συγκρότηση και τη σημασία της, την κατακερμάτισε και εξόφλησε μαζί της, στην επιεικέστερη περίπτωση, με μονογραφίες.

Η εποχή του 1910 είναι ίσως η ωριμότερη της λογοτεχνίας μας. Στην αφετηρία της υπάρχει το κίνημα του 1909 και στην ανάπτυξή της μια ανοδική ιστορική, πολιτική και πνευματική πορεία, που έθεσε ή έλυσε προβλήματα και άνοιξε τις πόρτες στις αναζητήσεις και την έκφραση των καινούργιων τάξεων. Στην περιοχή του πνεύματος από τις τάξεις αυτές ξεπήδησε μια πρώτη και μια δεύτερη γενιά από ριζικούς κι ανήσυχους εκπροσώπους. Εκπροσώπους με ευρωπαϊκή καλλιέργεια, αλλά και ελληνική συνείδηση και εφαρμογές. Με αφόρμηση από την παράδοση του δημοτικισμού αλλά και ανύσματα προς ευρύτερα ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Με ανησυχίες για το βάθος του πολιτισμού και των κοινωνικών προβλημάτων και παράλληλα για τη μορφολογία και το ύφος του πνεύματος. Δειγματοληπτικά τους ορόσημα είναι π.χ. για την ιδεολογική θεωρία, ερμηνεία και πρακτική τους ο Σκληρός, ο Κορδάτος και ο Γληνός, για την πιστή ποιητική τους σφυγμομέτρηση ο Καβάφης και στο βάθος ο Καρυωτάκης, για την οραματική τους υπέρβαση ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός και ο Βάρναλης, για την πεζογραφική τους προκατάθεση ο Χατζόπουλος, ο Θεοτόκης. Προκατάθεση, που με την πρωτοβουλία τους άνοιξε αλλά δε δέσμευσε τους διαφορετικούς χειρισμούς της κοινωνικής πεζογραφίας του Βουτυρά, του Πικρού και του Παρορίτη.

Η πρώτη μετακατοχική, αλλά και κάθε μεταπολεμική γενιά ως σήμερα, αποκατάστησε την κομμένη συνέχεια. Από συγγενή παρόρμηση και συγγένεια συνθηκών επιχείρησε και επιχειρεί μια επανασύνδεση με εκείνη την καταχωνιασμένη εποχή των πατέρων μας. Τι σημαίνει λ.χ. για την ποίηση η πρώτη ουσιαστική αναγνώριση της πατρότητας και η εξακολουθητική αφομοίωση του διδάγματος του Καβάφη ή η επανεκτίμηση και η επανήχηση του αποσιωπημένου για πολύ διάστημα Καρυωτάκη; Και τι μαρτυρεί, για την ιδεολογία, η συστηματική επαναπροβολή και διερεύνυση στις μέρες μας του έργου αγνοημένων ως χτες πρωτοπόρων, π.χ. του Σκληρού ή του Γληνού;  Μαρτυρεί και σημαίνει, σε πείσμα της ανακοπής που μεσολάβησε και της ενδιάμεσης καλλιέργειας του αισθητισμού και πολλών άλλων "-ισμών", την αποκατάσταση της επαφής με κάθε μορφή προκατάθεσης των σπουδαίων εκείνων προδρόμων, της γενιάς του 1910.

Πολύ συχνά, για να επιτευχθεί κάτι σημαντικό πρέπει να έχουν προηγηθεί γέφυρες. Γέφυρες που ενώνουν ένα παρακμασμένο ίσως παρελθόν με ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Γέφυρες που ενώνουν εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Περπατάμε πάνω τους, τις διαβαίνουμε, τις προσπερνάμε και ξεχνάμε να κοντοσταθούμε, να μελετήσουμε την αρχιτεκτονική τους, να αναλογιστούμε τι βάρος έχουν σηκώσει. 



Το απόσπασμα είναι από το άρθρο του Γιάννη Δάλλα, "Γνώση και ανάγνωση της πεζογραφίας του Κ. Θεοτόκη - η αποκατάσταση μιας επαφής", περιοδικό Διαβάζω, τ.14, 1978

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Αλληγορία και ολιγωρία στο "Μαγικό Βουνό"




Κάποιες φορές η ανάγνωση ενός βιβλίου μετατρέπεται σε μεταφυσική εμπειρία. Διαβάζεις ένα βιβλίο. Κάποιος σου το πρότεινε. Ή το πρότεινες εσύ στον εαυτό σου. Ή αποτελεί έναν ακόμα ψυχαναγκασμό: "Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρέπει να το διαβάσεις!" Ξεκινάς, περνούν οι σελίδες, βυθίζεσαι όλο και βαθύτερα στο νόημά του, συμπάσχεις με τον ήρωα, πέφτεις για ύπνο και μόλις κλείσεις τα μάτια λέξεις, φράσεις και παράγραφοι περνούν από μπροστά σου, τυπωμένες πάνω σε χαρτάκια ποστ-ιτ. Και μετά αρχίζουν και σου συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Ανεβάζεις δέκατα. Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Οι άνθρωποι γύρω σου κινούνται αλλιώς. Ο καθένας θα μπορούσε να ενσαρκώσει ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου. Η ζωή γίνεται ένα σκηνικό. Το βιβλίο ένα έργο που παίζεται μπροστά σου. 

Το "Μαγικό βουνό" του Τόμας Μαν συγκεντρώνει όλες αυτές τις ιδιότητες. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή.  Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ, επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδεφό του, Γιοάχιμ Τσείμσεν. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν το γιατρό του σανατορίου, αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, να του προτείνει μια δαρκέστερη παραμονή. Τελικά ο Χανς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια. 

Το βιβλίο είναι ένα "έπος" 1200 σελίδων. Ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ταυτίζεται με τον Χανς Κάστορπ και δεν μπορεί να αποφασίσει αν εξακολουθεί να διαβάζει επειδή κάποιος τον παρότρυνε να το κάνει, όπως ο σύμβουλος Μπέρενς τον Χανς, επειδή δεν επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του να εγκαταλείψει την προσπάθεια ή επειδή και ο ίδιος -όπως και ο ήρωας- γοητεύεται και αφήνεται να παρασυρθεί από τη μαγική ατμόσφαιρα του σανατορίου. 

Κορυφαίες στιγμές ανάγνωσης και απόλαυσης αποτελούν τα όσα μπορεί να διαβάσει κανείς στο "Μαγικό βουνό" σχετικά με το χρόνο. Ο Τόμας Μαν μάς το ξεκαθαρίζει από την αρχή: Ο αφηγητής δεν θα ξεμπερδέψει στο άψε-σβήσε με την ιστορία του Χανς. Οι επτά ημέρες μιας εβδομάδας δεν θα αρκέσουν, ούτε και επτά μήνες. Το καλύτερο είναι να μην του είναι ξεκάθαρο από πριν πόσος γήινος χρόνος θα περάσει ενόσω τον κρατά σαγηνεμένο. 

Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως η παραμονή του Χανς στο σανατόριο θα παραταθεί. Άλλωστε ο Γιοάχιμ τον προειδοποιεί: "Έχουν έναν τρόπο εδώ να διαχειρίζονται τον ανθρώπινο χρόνο -είναι απίστευτο. Γι' αυτούς τρεις βδομάδες είναι σαν μια μέρα. Θα δεις."

Οι υπόλοιποι τρόφιμοι, όπως και ο Γιοάχιμ, γνωρίζουν ότι ο Χανς πλανάται οικτρά όσο νομίζει πως η πραμονή του θα περιοριστεί σ' αυτές τις είκοσι μέρες: "Ήρθατε, λοιπόν, τελείως οικειοθελώς σ' εμάς τους ξεπεσμένους και θέλετε να μας προσφέρετε για λίγο καιρό τη χαρά της συντροφιάς σας. Πολύ ωραία. Και τι διάστημα σχεδιάσατε; Δεν ρωτώ με λεπτότητα. Αλλά θα ήθελα πραγματικά να εκπλαγώ ακούγοντας πόσο χρόνο επιβάλλει κανείς στον εαυτό του, όταν αποφασίζει ο ίδιος και όχι ο Ραδάμανθυς!" λέει ο Σεττεμπρίνι, που έχει καταλάβει πολύ καλά πως ο χρόνος στο μαγικό βουνό είναι αδύνατον να υπολογιστεί και θέλει να γελάσει βλέποντας πόσο έξω θα πέσει ο νέος και αφελής επισκέπτης. Μα τι λέω, στο μαγικό βουνό δεν υπάρχουν επισκέπτες. Όποιος έρχεται μένει. Μπορεί βέβαια να φύγει, αλλά θα επιστρέψει. 

Μα γιατί ο χρόνος κυλά διαφορετικά στο μαγικό βουνό; Γιατί μονάδα μέτρησής του δεν είναι το δευτερόλεπτο αλλά ο μήνας; Είναι απλό. Λόγω της επανάληψης. Ας σκεφτούμε μια σειρά ημερών που περνάμε άρρωστοι στο κρεβάτι. Τίποτα δε συμβαίνει, τίποτα δε μας απασχολεί, η ίδια μέρα διαρκώς επαναλαμβάνεται. Η μονοτονία αγγίζει την αιωνιότητα. Κι όμως, γυρνώντας πίσω μάς φαίνεται πως ήταν μόνο μια στιγμή. Αν εγκλωβίσουμε έναν άνθρωπο για μεγάλο χρονικό διάστημα σ' έναν κλειστό και σκοτεινό χώρο, όταν θα απεγκλωβιστεί και τον ρωτήσει κάποιος πόσο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα που πέρασε, είναι σίγουρο ότι θα μας απαντήσει κάτι πολύ μικρότερο σε διάρκεια από το πραγματικό. Ακόμη κι αν υπέφερε εκεί μέσα.

Έτσι και για τους ασθενείς του Μπέργκχοφ, τα πράγματα αποκτούν μια διάσταση διαφορετική. Και τι είναι αυτό που τελικά φέρνει ο χρόνος στον καθέναν απ' αυτούς; Την αλλαγή. Όσο Ο Χανς Κάστορπ παραμένει στο σανατόριο αλλάζει. Πρόκειται για μια μαγική διαδικασία ενηλικίωσης κατά της διάρκεια της οποίας θα γνωρίσει τον έρωτα, τη φιλοσοφία, την απώλεια: 

Τώρα είδε πως κάτω στα πεδινά είχε πολύ ανεπαρκείς γνώσεις, πως στην πραγματικότητα βρισκόταν σε αγαθή άγνοια - ενώ εδώ οι προσωπικές εμπειρίες, των οποίων το περιεχόμενο προσπαθήσαμε πολλές φορές να υπαινιχθούμε και οι οποίες σε ορισμένες στιγμές του αποσπούσαν το επιφώνημα "Θεέ μου!", ανέπτυσσαν μέσα του ικανότητες να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί την όλο και πιο έντονη χροιά του ανήκουστου, του τυχοδιωκτικού και ακατανόμαστου, που έφερε το πράγμα γενικά και για τον καθένα ανάμεσα σ' αυτούς εδώ πάνω. 

Όσο περνάει ο καιρός στο Μπέργκχοφ ο Χανς Κάστορπ αρχίζει να αισθάνεται περιφρόνηση για όσους ζουν στα πεδινά. Για τους ανθρώπους του κάμπου, που δεν έχουν τη δυνατότητα να γευτούν τις δικές του εμπειρίες. Ο κόσμος χωρίζεται στον κόσμο των πάνω και τον κόσμο των κάτω.  Και τον κόσμο των πάνω δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει. Άλλωστε ο αέρας στα ελβετικά βουνά δε λειτουργεί ευεργετικά μόνο κατά της ασθένειας, αλλά και για την ασθένεια. Την τρέφει, την κρατά ζωντανή και οι τρόφιμοι τρομάζουν να φανταστούν την ζωή τους μακριά της. Παράλληλα, τα πρόσωπα που γνωρίζει, πρόσωπα-σύμβολα, δρουν ευεργετικά στην αλλαγή που συντελείται στον ήρωα. Ο ουμανιστής Σεττεμπρίνι και ο Ιησουίτης Νάφτα αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, πολύ διαφορετικές η μια με την άλλη. Η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους γίνεται με τη μορφή του "αγώνα λόγων": θεός και πάθος, φύση και πνεύμα, πόλεμος και ειρήνη, ύλη και Ιδέα, θρησκεία και Διαφωτισμός, Δύση και  Ανατολή. 

"Α, όχι, εγώ είμαι Ευρωπαίος, δυτικός. Το δικό σας σύστημα αξιών είναι σκέτη Ανατολή. Η Ανατολή απεχθάνεται τη δράση. Ο Λαοτσέ δίδασκε πως η απραξία είναι καλύτερη από κάθε τι ανάμεσα σε γη και ουρανό. Όταν όλοι οι άνθρωποι σταματήσουν να δρουν, έλεγε, τότε θα επικρατήσει πλήρης ηρεμία και ευτυχία επί γης. Αυτή είναι η συνουσία σας."
"Έτσι, ε; Και ο δυτικός μυστικισμός; Και ο ησυχασμός, στον οποίο ανήκει ο Φενελόν, που διδάσκει ότι κάθε πράξη είναι κι ένα λάθος, επειδή η επιθυμία να είναι δραστήριος προσβάλλει το Θεό που θέλει μόνο αυτός να δρα;"


Ο Χανς καλείται να απαντήσει σε όλα αυτά. Δεν υπάρχει δίλημμα, συναίσθημα, προβληματισμός που να μην κάνει την εμφάνισή στο "Μαγικό βουνό". Μέσα σε μια κατάσταση φαινομενικής αδράνειας, ιδρυματοποίησης, εγκλεισμού ο Χανς Κάστορπ βιώνει την πιο απόλυτη ελευθερία. 

Το έργο ξεκινά και τελειώνει με τη φωνή του αφηγητή ηχηρή να αναφέρεται στο μεγάλο πόλεμο, μετά από τον οποίο τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Μας παίρνει απ' το χέρι και μας μεταφέρει σ' έναν τόπο όπου ακούγονται ουρλιαχτά, στεναγμοί, σάλπιγγες και τύμπανα. Ανάμεσα σε τουφέκια, βρομισμένες χλαίνες και μπότες ξαναβρίσκουμε τον Χανς Κάστορπ μαζί με άλλους νέους που νοσταλγούν τα σπίτια τους και τις μανάδες τους. Τον ξαναβρίσκουμε με τη ξιφολόγχη στο χέρι, λίγο πριν το εκρηκτικό βλήμα τον πάρει από μπροστά μας για πάντα. 

Έχε γεια Χανς Κάστορπ, αγαθόκαρδο βασανοπαίδι της ζωής! Η ιστορία σου τελείωσε. Την αφηγηθήκαμε ως το τέλος. Δεν κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν μια ερμητική ιστορία. Την αφηγηθήκαμε χάριν της ιδίας, δεν ήσουν εσύ η αιτία, γιατί εσύ παραήσουν απλός. Τελικά όμως ήταν η δική σου ιστορία. Αφού σε εσένα συνέβη, έπρεπε το δίχως άλλο να το αξίζεις [...]
Τράβα στο καλό - είτε ζήσεις είτε πέσεις! Οι ελπίδες σου είναι λίγες. Αυτός ο άγριος χορός στον οποίο άφησες να σε τραβήξουν θα κρατήσει ακόμη κάμποσα αμαρτωλά χρονάκια και δεν θα βάζαμε μεγάλο στοίχημα πως θα γλιτώσεις. Ειλικρινά, αφήνουμε το ζήτημα ανοιχτό και δεν μας πολυνοιάζει. Περιπέτειες της σάρκας και του πνεύματος ανύψωσαν την απλοϊκότητά σου, σε άφησαν να επιζήσεις πνευματικά ό,τι δεν φαίνεται πως θα επιζήσει το κορμί σου. Ήρθαν στιγμές που μέσα από θάνατο και ασέλγεια της σάρκας ξεφύτρωσε μπρος στα μάτια σου, παραισθητικά και σαν να κυβερνούσες, ένα όνειρο αγάπης. Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;



Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό (μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος), Εξάντας, Αθήνα 1995

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Ερωτευμένες βοσκοπούλες


Η Γκόλφω σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές που έχω περάσει στο θέατρο. Δεν πίστευα πως ένας σκηνοθέτης μπορεί να ξαναδώσει πνοή σε ένα έργο που σήμερα μοιάζει μάλλον παρωχημένο. Ωστόσο, την Γόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη την αγάπησε πάρα πολύ το ελληνικό κοινό. Από την πρώτη κινηματογραφική της προβολή, το 1914, ως την ενσάρκωσή της από την Αντιγόνη Βαλάκου, τη σπουδαία ηθοποιό που χάσαμε πρόσφατα, αλλά και την τελευταία θεατρική της απόδοση, διαρκώς μας εκπλήσσει. Φαντάζομαι πως δε θα υπήρχε Ελληνίδα ενζενί που να μην ονειρεύτηκε να παίξει τη δική της Γκόλφω. Τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του '50.

Η Γκόλφω παίχτηκε για πρώτη φορά το 1893, σε μια εποχή που ήταν πολύ της μοδός τα δραματικά ειδύλλια. Πρόκειται για μια μόδα που επανήλθε τη δεκαετία του '50 στον κινηματογράφο με τις λεγόμενες ταινίες φουστανέλας. Φουστανελάδες νέοι και νεαρές κοπέλες υποδύονται άλλοτε τους κλέφτες και άλλοτε τους ερωτευμένους. Τρέχουν στα βουνά και τις ραχούλες και ερωτοτροπούν. Σκηνικό, το ειδυλλιακό τοπίο της ελληνικής υπαίθρου. Φαίνεται πως σε περιόδους σκληρές ο ελληνικός λαός θέλει να θυμάται το ένδοξο ή το ειδυλλιακό παρελθόν του: ήρωες του 1821 και μια χαμένη Αρκαδία...

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην αρχαιότητα. Την εποχή που παρακμάζουν τα παλιά ποιητικά είδη -τραγωδίες, κωμωδίες, λυρικά άσματα- και αρχίζει να ξεπέφτει η παλιά θρησκευτική πίστη, διαμορφώνονται νέες ποιητικές συνήθειες. Η τάση προς το συνθετικό έργο αρχίζει να φθίνει και εκφράζεται μια σαφής προτίμηση προς το μικρότερο, το επίγραμμα, το ειδύλλιο. Εξαιρετική τεχνική επεξεργασία, πλην όμως κούφιο περιεχόμενο και λογοτεχνική υπερβολή. Μόνο του Θεόκριτου τα βουκολικά ειδύλλια είναι απολαυστικά. Πραγματικοί ύμνοι της ποιμενικής και αγροτικής ζωής. Τα περισσότερα αναφέρονται στα παθήματα του Δάφνη.

Τα "Δάφνιδος άλγεα" ήταν λαϊκό τραγούδι του 4ου αιώνα π.Χ., που εμπνεύστηκε απ' αυτό ο Θεόκριτος - ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ. - και το διασκεύασε αρκετές φορές. Ήρωας είναι ο Δάφνης, γιος του Ερμή και μιας άγνωστης νύμφης, που απέκτησε κοπάδια αγελάδων και προβάτων και ασχολούνταν μόνο με τη βοσκή και τον αυλό του.

Γλυκό είναι το ψιθύρισμα γιδοβοσκέ, που αυτή η κουκουναριά πλάι στις νερομάννες ψιθυρίζει. Mα κι ο σκοπός σου είναι γλυκός σαν παίζεις το σουραύλι. Μετά τον Πάνα θάχεις συ το δεύτερο βραβείο. 
(Θεόκριτου, Θύρσις)

Ο βουκόλος Θύρσις και ένας γιδοβοσκός απαντηθήκανε στο ίδιο μέρος, την ώρα που βόσκανε τα κοπάδια τους. Ο Θύρσις παρακαλεί το γιδοβοσκό να του παίξει το σουραύλι του. Εκείνος όμως δε δέχεται, λέγοντάς του πως η στριγγιά φωνή του μπορεί να ξυπνήσει τον Πάνα από το μεσημεριάτικο ύπνο του, και παρακαλεί το Θύρσι να του τραγουδήσει τις συμφορές του Δάφνη [...] Ο Θύρσις αρχίζει να τραγουδά. Λέγει την απελπισιά που απλώθηκε στις εξοχές της Σικελίας, σαν ακούστηκε πως πεθαίνει ο Δάφνης. Όλα τα ζώα θρηνούνε. Τα λιοντάρια και οι αρκούδες χύνουν δάκρυα:

Και τα τσακάλια ουρλιάζανε γι' αυτόν κι οι λύκοι στα ρουμάνια, και το λιοντάρι εθρήνησε για το χαμό του Δάφνη. Πολλά γελάδια και πολλοί ταύροι, δαμάλες, βώδια, βογγούσαν μπρος στα πόδια του. 

Οι φίλοι του Δάφνη τρέχουν να τον ιδούν. Ο Ερμής και ο Πρίαπος φτάνουν. Τέλος έρχεται και η Αφροδίτη για να χαρεί το θρίαμβό της, για την περιφρόνηση που της είχε κάνει στον Έρωτά της. Ο Δάφνης ανασηκώνεται και ακούει τα πειράγματα της Αφροδίτης, και ξεψυχώντας τής απαντά τόσο σπαραχτικά, που η εχθρή του θεά συγκινείται και προσπαθεί να τον ξαναφέρει στη ζωή. Μα είναι πια αργά. Ο Θύρσις τελειώνει το τραγούδι με μια αποστροφή στις Μούσες.

Τελειώστε το βουκολικό τραγούδι σας, εμπρός τελειώστε, ω Μούσες. Τώρα που ο Δάφνης πέθανε, ας γίνουν όλα ανάποδα, ναρθούν τα πάνω κάτω. Ας βγάλει η αγριοαγκαθιά ναρκίσσους και ο βάτος ας πετάξει βιόλες, τους σκύλους τους λαγωνικούς ας κυνηγούν τα λάφια, κι ας κατεβούνε απ' τα βουνά οι κουκοβάγιες τώρα, να παραβγούν τ' αηδόνια.

Το τέλος θυμίζει κάπως τα ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Στις ελάχιστες παραλλαγές που ο Χάρος τελικά νικά το Διγενή, πρέπει να αλλάξει η φυσική τάξη του κόσμου για να δεχτεί αυτό το γεγονός, δηλαδή το χαμό του ήρωα. 

Ο Θεόκριτος έγραψε αρκετά ειδύλλια, όπως και ο δάσκαλός του ο Φιλητάς, ο Μόσχος και άλλοι. Σε όλα λίγο πολύ ο έρωτας είναι παρών. Αλλού βασανίζει τους ανθρώπους και αλλού παθαίνει ο ίδιος. Ένα πολύ απολαυστικό επιγραμματικό ειδύλλιο είναι ο "Κηριοκλέπτης", όπου ο μικρούλης Έρωτας πάει να κλέψει μέλι και τον τσιμπάει μια μέλισσα. Εκείνος τρέχει κλαίγοντας στη μάνα του, την Αφροδίτη, και της παραπονιέται πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μικρό πετούμενο να προκαλεί τέτοιον πόνο. Και η Αφροδίτη φυσικά απαντάει (σε δωρική διάλεκτο, τη γλώσσα των ειδυλλίων): 

Τύ δ'οὐκ ἴσσον ἐσσί μελίσσαις; χὠ τυτθός μέν ἔης, τά δέ τραύματα ἁλίκα ποιεῖς. 
(Και εσύ δεν είσαι ίδιος, που είσαι μικρός κι ανοίγεις μεγάλες πληγές;)

Ο Δάφνης που λέγαμε είναι γνωστός κυρίως από ένα μεταγενέστερο έργο, ίσως το πρώτο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε πεζό λόγο , το "Δάφνις και Χλόη" του Λόγγου, έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Εδώ, δυο έκθετα παιδιά μεγαλώνουν στις παραλίες της Λέσβου, βόσκουν μαζί τα πρόβατα και τα κατσίκια τους, ώσπου γεννιέται στις καρδιές τους ο έρωτας και τον ανακαλύπτουν μαζί. Η αγάπη τους ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης και τις εναλλαγές των εποχών. Το συναίθημά τους γεννιέται την άνοιξη, το καλοκαίρι φουντώνει, το φθινόπωρο δέχεται το πρώτο χτύπημα και το χειμώνα χωρίζουν για πρώτη φορά. Την άνοιξη όμως ξανασμίγουν και ο έρωτας ολοκληρώνεται. Όταν τα δυο παιδιά γυρεύουν να μάθουν απ' το βοσκό Φιλητά τι είν' ο Έρωτας, διαβάζουμε μερικά από ομορφότερα που έχουν ποτέ γραφτεί γι' αυτόν:

«Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά. Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά». 
(μετάφραση: Ρόδης Ρούφος) 

Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια είχε ανέβει μια ωραία θεατρική παράσταση εμπνευσμένη από το έργο του Λόγγου. Ο τίτλος ήταν "Δάφνις και Xλόη: ταξίδι αναψυχής" και αποτελούσε μια πρωτότυπη και φρέσκια σκηνοθετική ματιά, όπου η αφήγηση και ο λόγος παντρεύονταν εύστοχα με το χορό και το τραγούδι. Τέσσερα ζευγάρια χόρευαν αλλόκοτα, απάγγελλαν στίχους από το ειδύλλιο του Λόγγου, τραγουδούσαν, έκαναν παντομίμα.

Η βουκολική ποιητική παράδοση μετρά πολλά κεφάλαια. Ξεκινά από το Θεόκριτο, συνεχίζεται με το δραματικό ειδύλλιο του Λόγγου, την ξανασυναντάμε στην Κρήτη των αρχών του 17ου αιώνα με τη "Βοσκοπούλα" και φτάνει μέχρι την Γκόλφω του Περεσιάδη. Η "Βοσκοπούλα" είναι ένα αναγεννησιακό ειδύλλιο λόγιου συγγραφέα. Σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά, εδώ διακρίνουμε τη νοσταλγία του αστού για τη φυσική ζωή. Μην ξεχνάμε πως η "βουκολική ποίηση της Δυτικής Ευρώπης δεν ήταν δημιούργημα βοσκών, αλλά λογίων και στόχευε στο να ξεκουράσει με την αφέλειά της τον κάτοικο της πολιτείας", σημειώνει ο Στυλιανός Αλεξίου. 


Στη "Βοσκοπούλα" τα πράγματα δεν πάνε καλά για τους δυο νέους. Ο βοσκός ερωτεύεται μια "πανώρια" βοσκοπούλα. Λιποθυμάει από την ομορφιά της και την αρραβωνιάζεται με ένα δαχτυλίδι από φύλλο φοινικιάς. Όταν είναι να γυρίσει ο πατέρας της νέας, ο βοσκός φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σύντομα. Αρρωσταίνει, αργεί πολύ και η βοσκοπούλα πεθαίνει απ' τον καημό της. Όταν φτάνει ο βοσκός, βρίσκει τον μαυροφορεμένο γέρο να κλαίει την κόρη του.

Για σφάλμα και για πάθητα δικά μου
έβαλα εις τον Άδη την κερά μου.
Να 'χα τη φτάξει ζωντανή, να μάθη
την αρρωστιά και τα πολλά μου πάθη!

Τώρα θωρώ κι αλήθεια μ' απαρνήθης
στ' αραχνιασμένο στρώμα, που εκοιμήθης
και δεν μπορώ ο φτωχός να σε ξυπνήσω,
να μου συντύχης και να σου μιλήσω. 

Η ίδια λίγο πολύ είναι και η υπόθεση της Γκόλφως. Δυο νέοι που ανακαλύπτουν τον Έρωτα... Οι ιστορίες μοιάζουν κοινότυπες, ξεπερασμένες. Τι έχουν να πουν στο σημερινό αναγνώστη; Κι όμως προσφέρονται ακόμη για νέες προσεγγίσεις, νέες σκηνοθεσίες, νέες αναγνώσεις.  

Στην παράσταση του Καραθάνου την Γκόλφω υποδύονται τρεις διαφορετικές ηθοποιοί. Παρακολουθούμε την ηρωίδα παιδούλα, γυναίκα, γεροντότερη. Είναι η Γκόλφω που ερωτεύεται, η Γκόλφω που προδίδεται, η Γκόλφω που θυμάται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τάσο. Ο Τάσος που αγαπά, ο Τάσος που προδίδει την αγάπη του για να παντρευτεί την πλούσια Σταυρούλα, ο Τάσος που τρέχει πίσω στην Γκόλφω, απόμαχος πια. Ηθοποιοί ντυμένοι στα μαύρα, τεράστιες μαξιλάρες που γίνονται βουνά, ραχούλες, ποτάμια και βουνοκορφές, κοστούμια απλά, όλα μαύρα, απουσία κάθε φολκλορικού στοιχείου, αλλά λόγος έμμετρος, ρυθμικός, ίδιος με του δημοτικού τραγουδιού. Ηθοποιοί που παίζουν μουσική, που τραγουδούν, που μεταμφιέζονται σε αρκουδίτσες, που δίνουν ο ένας στον άλλον τη σκυτάλη σε μια τόσο πετυχημένα σουρεαλιστική σκυταλοδρομία. Ο Νίκος Καραθάνος σημειώνει σε μια συνέντευξή του στη LIFO:


"Ως έργο δημοτικής ποίησης, όλες οι λέξεις του κρύβουν ένα δεύτερο νόημα. Είναι μια έξοχη, καθαρή ποίηση, σαν δημοτικό τραγούδι, που στην αρχή περνάς την πόρτα του γέλιου για να την πλησιάσεις, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί φοβάσαι την αλήθεια. Πρέπει να το αγαπήσεις και να το πιστέψεις για να μη μείνεις απ' έξω. Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους.

Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία." 

Ως έργο δημοτικής ποίησης, όλες οι λέξεις του κρύβουν ένα δεύτερο νόημα. Είναι μια έξοχη, καθαρή ποίηση, σαν δημοτικό τραγούδι, που στην αρχή περνάς την πόρτα του γέλιου για να την πλησιάσεις, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί φοβάσαι την αλήθεια. Πρέπει να το αγαπήσεις και να το πιστέψεις για να μη μείνεις απ' έξω. Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.gr
Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.g
Όταν ο Περεσιάδης αναφέρεται στη φύση, στα βουνά, στους λόγγους, στα νερά, είναι σαν να εκφράζει την ψυχολογική κατάσταση κάθε ήρωα. Οι αλλαγές του καιρού γίνονται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, αντανακλούν τη διάθεσή τους. Η παράστασή μου είναι μια νύχτα της Γκόλφως. Ένας νυχτερινός εφιάλτης της. Θέλω να δείξω μια κοινωνία ανθρώπων, μια εικόνα από ένα σόι. Μια κοινωνία με κοινή καταγωγή, σαν κάτι παλιές οικογενειακές φωτογραφίες στο χωριό από ένα γλέντι ή από ένα πανηγύρι, όλοι μαζί μέσα σε ένα τοπίο. Ήθελα ένα «πανηγυρικό» ρέκβιεμ της Γκόλφως. Και ήθελα να συμμετέχουν όλοι, να δίνουν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Ήθελα μέσα από αυτό το ποιητικό έργο να μιλήσουμε για εμάς και το τώρα. Απέφυγα τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια γιατί το φολκλόρ προσκρούει σε κουτάκια του μυαλού που θα έκαναν την παράσταση γραφική κι εντέλει αναποτελεσματική. Έτσι έβαλα και κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία. Πηγή: www.lifo.gr
Nομίζω ότι το στόχο του τον πέτυχε. Για την παράσταση της Γκόλφως, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου, η Λένα Κιτσοπούλου έγραψε έναν πολύ όμορφο ύμνο για την αγάπη, που τον ερμήνευσε μοναδικά η Λυδία Φωτοπούλου. Όταν ζητούν από την Γκόλφω να ξεχάσει τον Τάσο, να τον βγάλει απ' την καρδιά της, εκείνη μονολογεί:

Η αγάπη μάνα μου χορτάρι δεν είναι για να βγει 
με τόση ευκολία, είναι δεντρί βαθύριζο,
αν θες για να το βγάλεις πριχού μονάχο μαραθεί 
σ'οργώνει την καρδιά σου, βγαίνει μαζί με την καρδιά.
Είν' η αγάπη βάτος που αν τύχει και βρεθείς μέσα στις αγκαθιές του
δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Θα φύγεις λαβωμένος.
Είν' η αγάπη θάλασσα που γλυκοκυματίζει
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν,
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου
δεν είναι μάνα βολετό πίσω για να γυρίσεις.
Κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρη θένα βγεις, αλλιώτικα εχάθης.
Είν' η αγάπη φονικό που ζωντανό σ´ αφήνει.
Είν' η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου
και κάθε μέρα καρτερείς μη και γυρίσει πίσω.
Ειν' η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις

μα από τη γη τα πόδια σου δε λες να ξεκολλήσεις.
Είν' η αγάπη χείμαρρος, χυμάει και σε συντρίβει.
Αρρώστια είναι ν' αγαπάς αρρώστια που σε λιώνει
μα δε γυρεύεις γιατρικό δε θέλεις να μερώσεις
Αγάπη είναι ν' αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει
Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα
Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα
Αγάπη είναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα,
στις πέτρες, στα τριαντάφυλλα, στους τοίχους, στα ταβάνια...

 

Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:
Η Βοσκοπούλα, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Εστία 1998
Θεόκριτος, Ειδύλλια, επιμέλεια Αλ. Φωτιάδης, Ζαχαρόπουλος 1998

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ολίγον τι από αναμνήσεις


Τον Βασίλη Ρώτα τον θυμάμαι από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Κειμενάκια στα πρώτα αναγνωστικά, παιδικά ποιήματα στο ανθολόγιο και στο πλάι  οι εικόνες του Φασιανού. Τον φανταζόμουν σαν έναν παππούλη που μας πειράζει, μας αφηγείται παραμύθια, μας λέει τραγουδάκια. Σαν εκείνο :

Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
Το σκαλίζει, το ποτίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς
κι ως να διπλοξεφυλλίσει,
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.


Τώρα φέρνει στο μαντίλι
κόκκινο, γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ο ανοιχτομάτης
και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευκή του,
μας φιλεύει και σταφύλια
σε καλάθια σε μαντίλια.

Μπορεί κάπως έτσι να ήταν, ποιος ξέρει. Μπορεί εγώ να τον είχα συνδέσει με τον δικό μου τον παππού. Κάτι μου είχε πει γι' αυτόν κάποτε. Μπορεί να γνωριζόντουσαν. Μπορεί να  μου άρεσε απλά το επίθετό του, επειδή είναι δισύλλαβο και αρχίζει από ρ. 

Κάποιες φορές δε συνειδητοποιείς ότι έχει παίξει ρόλο στη ζωή σου ένας άνθρωπος που γνώρισες κάποτε. Αργότερα, ένα τυχαίο γεγονός σου θυμίζει πρόσωπα, ξαφνικά όλα μετατρέπονται σε κομμάτια ενός παζλ. Τα δένεις μεταξύ τους και η εικόνα που 'χεις μπροστά σου τελικά είναι η δική σου.

Μετά από χρόνια, όταν άρχισα να διαβάζω κι άλλα πράγματα εκτός από τα τραγουδάκια των αναγνωστικών, συνάντησα το όνομά του στις μεταφράσεις του Σαίξπηρ και θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο μετέφραζε ένα θεατρικό έργο σε ελληνικά τόσο μελωδικά και κελαριστά που θύμιζαν δημοτικό τραγούδι.  

Στα μέσα του δημοτικού η μάνα μας φαγώθηκε να μάθουμε μουσική. Είχε ανοίξει τότε ο δήμος ένα ωδείο. Καλλιτεχνική διεύθυνση Νικηφόρος Ρώτας. Ένας ψηλός, αδύνατος, ευθυτενής κύριος με άσπρα μαλλιά. Ο γιος του παππούλη που λέγαμε. Ήταν μεγάλος πια, δεν άκουγε καλά. Τον θυμάμαι με το χέρι συνεχώς κολλημένο στ' αυτί του. Στις εξετάσεις τού τραγουδούσαμε το σολφέζ κι εκείνος ρωτούσε το δάσκαλο που καθόταν δίπλα του: "Είναι φάλτσο;" Όταν έδινα εγώ εξετάσεις στην πρώτη προκαταρκτική ο δάσκαλος του απάντησε: "Όλα φάλτσα είναι". Αλλά πήρα δέκα.


Κάθε φορά στις εξετάσεις μπαίναμε στην αίθουσα και αντικρύζαμε ένα τραπέζι γεμάτο μήλα, πορτοκάλια, γλυκίσματα, κέηκ, σοκολάτες. Μας κερνούσε του κόσμου τα καλά για να ξεπεράσουμε το άγχος. Στα ομαδικά μαθήματα ακούγαμε τους μαθητές της Ανωτέρας να παίζουν Σοπέν στο πιάνο και μέναμε μ' ανοιχτό το στόμα. Στην πρώτη μας συναυλιούλα θυμάμαι πώς εξηγούσε στα αγόρια την κίνηση της υπόκλισης και την οδηγία να κουμπώνουν το σακάκι τους τη στιγμή που υποκλίνονται.

Το ωδείο ήταν μεγάλο άγχος. Γύριζα από το σχολείο και έκανα τα μαθήματα με τα παπούτσια ακόμα φορεμένα και την τσάντα στην πλάτη, για να προλάβω πριν πάω στο ωδείο να ξαναπαίξω τις κλίμακες. Πριν από μια συναυλία θυμάμαι που ο Ρώτας είχε πάρει εμένα, την αδερφή μου και λίγα ακόμα παιδιά και, για να χαλαρώσουμε, μας αφηγήθηκε μια ιστορία για μια γριά που έμενε μόνη σ' ένα σπίτι και το βράδυ, τη στιγμή που ήταν σκυμμένη στο εργόχειρό της, άκουσε ένα θόρυβο στο τζάμι. Ένα πουλί χτυπούσε με το ράμφος του το παράθυρο. Θα της έφερνε ένα μήνυμα. Η ιστορία σταμάτησε εκεί. Εμείς είχαμε ζεσταθεί από την αγωνία και τα δάχτυλα κύλησαν στο πιάνο μια χαρά.  Κάποτε με είχε συμβουλέψει να γραφτώ στο βόλεϊ για να γίνω ψηλή. Γράφτηκα κι εκεί, μόνο και μόνο γιατί μου το είχε πει ο "κύριος Ρώτας", αλλά δεν άντεξα άλλο ένα άγχος πάνω απ' το κεφάλι μου και έκατσα μόνο ενα χρόνο στις κορασίδες. 

Το όραμα του Ρώτα γι' αυτό το ωδείο δε βρήκε σύμφωνο το δήμο και τελικά ο διευθυντής άλλαξε. Εμείς συνεχίσαμε τα μαθήματα κι εγώ νόμιζα ότι όλα αυτά τα είχα πια ξεχάσει.  Πρόσφατα γνώρισα μια συγγενή του. Μου είπε για το Νικηφόρο Ρώτα και για τη σχέση τους. Κι εγώ άρχισα να θυμάμαι και να λέω, να λέω, να λέω. Τόσα πολλά είχα μέσα μου και ποτέ δεν τα είχα ανακαλέσει στη μνήμη μου. Και όταν κάποια στιγμή εκείνη μου είπε πως, ακόμη κι αν δεν το καταλάβαινα τότε, φαίνεται ότι αυτός ο άνθρωπος μάς έδωσε πολλά, τότε σκέφτηκα πως έχει δίκιο. Είχα μέσα μου μια τόσο γλυκιά, τρυφερή και έντονη τελικά ανάμνηση από έναν άνθρωπο που μας βοήθησε να πάρουμε μια μυρωδιά από το τι σημαίνει μουσική, τι σημαίνει τέχνη. 

Έμαθα ότι ο δισέγγονος του Βασίλη Ρώτα, ο γιος της φίλης,  είναι είκοσι χρονών, δευτεροετής φοιτητής στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μακάρι να έχει το ταλέντο των παππούδων του. Και μακάρι να έχει καλούς δασκάλους.

 


Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Le spleen de Baudelaire





Όταν απ' τις υπέρτατες δυνάμεις το πρόσταγμα δοθεί,
Ο Ποιητής φανερώνεται σε τούτη τη βαριεστημένη γη,
Η μάνα του γεμάτη βλασφήμιες, πανικόβλητη
Τις γροθιές της σφίγγει προς το Θεό, που τη συμπονεί: 

"Αχ! γιατί δε γέννησα ένα πλοκάμι οχιές,
Παρά τούτον τον περίγελο να θρέψω!
Καταραμμένη να 'ναι η νύχτα με τις εφήμερες ηδονές
Όπου τον εξαγνισμό μου συνέλαβε η μήτρα!


Κ. Μπωντλαίρ, Ευλογία, από "Τα άνθη του κακού"


Γνωρίζουμε τον Μπωντλαίρ κυρίως από Τα άνθη του κακού. Τον γνωρίζουμε επίσης ως έναν από τους "καταραμένους ποιητές". Σήμερα θεωρείται κλασικός. Στην εποχή του ήταν μισητός από τη λογοτεχνική κριτική. Θεωρήθηκε εμμονικός και η πνευματική του διαύγεια αμφιβητήθηκε. Και ο ίδιος φαίνεται πως ένιωθε μια αποστροφή για τους ανθρώπους, τον όχλο, το "χυδαίο πλήθος", που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι σημαίνει Ποίηση και Ομορφιά. Απεχθάνεται τον άνθρωπο, τη φύση, τον πολιτισμό. Φαίνεται πως το μόνο που αποδέχτηκε στη ζωή του ήταν η Τέχνη. 

Τα μοτίβα της ποίησης του Μπωντλαίρ τα βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα στη Μελαγχολία του Παρισιού, συλλογή ποιημάτων σε πεζό. Μικρά πεζογραφήματα που δε μοιάζουν ούτε με ποίηματα ούτε με διηγήματα και συγκεντρώνουν όλο το λυρισμό και την ομορφιά της μπωντλαιρικής ποιητικής. Ποιος από μας δεν ονειρεύτηκε το θαύμα ενός ποιητικού πεζογραφήματος, μουσικού, χωρίς ρυθμό και χωρίς ρίμα, αρκετά εύκαμπτου και αρκετά απότομου για να προσαρμοστεί στις λυρικές κινήσεις της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης, στα αναπηδήματα της συνείδησης γράφει ο ποιητής στην εισαγωγή του. 

Ο καλλιτέχνης που δεν τον κατανοούν. Ο καλλιτέχνης που θυσιάζει το ταλέντο του για το χρήμα, για την επιβίωση. Ειρωνεία,  σαρκασμός, μαύρο χιούμορ, μίσος για το πλήθος. Τα σοκάκια του Παρισιού. Ρακοσυλλέκτες, γριούλες, τυφλοί. Η μελαγχολία, ο χρόνος, η ομορφιά, η απόδραση μέσα από την τέχνη, το όνειρο ή τη μέθη.   Η τρέλα. Αυτά είναι τα βασικότερα μοτίβα. 

Στο πεζό Ο ξένος, ο αινιγματικός άνθρωπος - που δεν είναι άλλος από τον ποιητή - όταν τον ρωτούν τι αγαπά περισσότερο, τον πατέρα, τη μητέρα, τ' αδέρφια του,  την πατρίδα, το Θεό ή το χρυσάφι απαντά "Αγαπώ τα σύννεφα... τα σύννεφα που περνούν... εκεί πέρα,... εκεί κάτω... τα θαυμάσια σύννεφα!" δηλώνοντας την προτίμησή του σ' αυτό το σύμβολο κίνησης και ελευθερίας. Το μόνο που θα δεχόταν να υπηρετήσει είναι η ομορφιά. Στο Ο τρελός και η Αφροδίτη φωνάζει κλαμένος: "Είμαι ο τελευταίος και ο πιο έρημος από τους ανθρώπους, στερημένος από έρωτα και φιλία, και σ' αυτό πολύ κατώτερος και από το πιο ατελές ζώο. Ωστόσο είμαι φτιαγμένος, και εγώ, για να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι την αθάνατη Ομορφιά! Ω! Θεά! Σπλαχνιστείτε τη θλίψη και το παραλήρημά μου!" Πού μπορεί να αναζητήσει κανείς την ομορφιά; Η φύση είναι φρικτή, ο άνθρωπος σιχαμένος. Μόνο η καλλιτεχνική ομορφιά υπάρχει. Αυτήν υμνεί ο ποιητής, αυτή θέλει να προφέρει στο κοινό του, αλλά κανείς δεν έχει την ωριμότητα να τη δεχτεί. Στο Ο σκύλος και το μπουκαλάκι ο ποιητής προφέρει στο σκύλο ένα μπουκαλάκι με εκλεκτό άρωμα και το ζώο φεύγει γαβγίζοντας αηδιασμένο. Εκείνος σε μια έκρηξη οργής φωνάζει απογοητεμένος: "'Αθλιε σκύλε, αν σου είχα προσφέρει ένα πακέτο με πριττώματα θα το μύριζες με απόλαυση και ίσως θα το καταβρόχθιζες. Έτσι, εσύ ο ίδιος, ανάξιε σύντροφε της ζωής μου, μοιάζεις με το κοινό, στο οποίο δεν πρέπει ποτέ να παρουσιάζουμε λεπτά αρώματα που το εξοργίζουν, αλλά σκουπίδια, επιμελώς διαλεγμένα". Το ίδιο ακριβώς θέμα έχει και Ο γέρος σαλτιμπάγκος. Τον γέρο πνευματικό άνθρωπο που επέζησε της γενιάς του, της οποίας υπήρξε λαμπρός διασκεδαστής. Ο γέρος ποιητής, δίχως φίλους, δίχως οικογένεια, δίχως παιδιά, που τον εξευτελίζει η αθλιότητά του και η αμηχανία του κοινού και που ο επιλήσμων λαός δε θέλει πια να μπει στην παράγκα του.

Ο καλλιτέχνης απεχθάνεται τη συναναστοφή με το πλήθος. Προτιμά τη μοναξιά. Κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο λυπάται γι' αυτούς που, αδύναμοι να αντέξουν τον ίδιο τους τον εαυτό, ζητούν να ξεχαστούν μέσα στον όχλο. Ο κλειστός χώρος είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να αποδράσει κανείς (Στη μία η ώρα το πρωί). Εδώ η απόδραση γίνεται μέσα από την Ποίηση. Αλλού η απόδραση γίνεται μέσα από τη ρέμβη και την ονειροπόληση, το ταξίδι ή τη μέθη (Μεθύστε). Η τάση φυγής κάποτε γίνεται εντονότερη: Δεν είμαι καλά ποτέ και πουθενά, και νομίζω πάντα ότι θα ήμουν καλύτερα αλλού και όχι εκεί που είμαι.

Οίκτος και συμπόνια υπάρχει μόνο για τους φτωχούς, τις γριές, τις χήρες, αυτούς που ζουν στο περιθώριο. Ακόμα κι εκεί όμως ο άνθρωπος παρουσιάζεται σάπιος. Στο Σκοινί η μάνα που βρίσκει το γιο της κρεμασμένο ζητά επίμονα να κρατήσει το σκοινί με το οποίο εκείνος κρεμάστηκε. Όχι επειδή είναι το τελευταίο πράγμα που άγγιξε το λαιμό του παιδιού της, όχι γιατί ήθελε να το φυλάξει, αλλά γιατί θα μπορούσε να το πουλήσει.

Σε άλλα πεζά ο ποιητής υμνεί την ομορφιά, τη γυναικεία ομορφιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ωραία Δωροθέα. Εδώ τον καλλιτέχνη έχει σκλαβώσει η ομορφιά μιας εξωτικής νεαρής μιγάδας. Όταν το θέμα είναι ο έρωτας, τα πράγματα αλλάζουν. Η αίσθηση του ανικανοποίητου γίνεται βασανιστική. Στις Ερωμένες παρουσιάζονται διαφορετικοί τύποι γυναίκας: η φιλόδοξη, η δουλοπρεπής, η ηδονίστρια και, πιο ανυπόφορη απ' όλες τους, η γυναίκα χωρίς ελαττώματα. 

Σ' αυτό το βρόμικο περιβάλλον, σ' αυτό τον κόσμο που βρομάει από τα περιττώματα της
μπουρζουαζίας ο χρόνος κυλά αργά και βασανιστικά.  

Θυμήσου ότι ο Χρόνος είναι αδηφάγος παίκτης
που κερδίζει σε κάθε χτύπημα δίχως να κλέβει! Είναι ο νόμος,
Η μέρα μικραίνει, η νύχτα μεγαλώνει. Θυμήσου 
Το βάραθρο νιώθει πάντα δίψα. Αδειάζει η κλεψύδρα.
Κ. Μπωντλαιρ, Το ρολόι, από "Τα άνθη του κακού" 

Άλλοτε πάλι, τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει το Χρόνο, που δεν το βάζει κάτω. Τίποτα δεν μπορεί να επιταχύνει τη ζωή, που κυλάει τόσο αργά. Στην ερημιά της πολυάνθρωπης πολιτείας ο καλλιτέχνης είναι μόνος και σπρώχνει τη μέρα και τη νύχτα να περάσουν. 

Επιτέλους, η ψυχή μου ξεσπάει, και σοφά μου φωνάζει: "Οπουδήποτε! Αρκεί να είναι έξω απ' αυτόν τον κόσμο!" 

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Σαρλ Μπωντλαίρ, Η μελαγχολία του Παρισιού (μτφρ. Στέργιος Βαρβαρούσης), Εκδόσεις Ερατώ 1985